Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010
Βόρεια Ήπειρος: Το χρονικό του αυτονομιστικού αγώνα
5 Νοεμβρίου 1912 :
Ο ταγματάρχης χωροφυλακής Σπήλιος Σπυρομήλιος, με σώμα 2.000 αντρών, κυρίως Κρητών εθελοντών, αποβιβάζεται στη Χειμάρρα και ελευθερώνει από τους Τούρκους την γύρω περιοχή.
Δεκέμβριος 1912 - Μάρτιος 1913 :
Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει την μια μετά την άλλη, τις πόλεις της Βόρειας Ηπείρου, υποδεχόμενος ως ελευθερωτής από τον ντόπιο πληθυσμό.
27 Δεκεμβρίου 1912 :
Η Διάσκεψη του Λονδίνου, αναγνωρίζει το ανύπαρκτο έως τότε Αλβανικό Κράτος.
Νοέμβριος 1913 :
Διεθνής Επιτροπή περιοδεύει σε πόλεις και χωριά της Βόρειας Ηπείρου, προκειμένου να καθορίσει την Εθνολογική σύνθεση της περιοχής και να αποφασίσει εάν παραχωρηθεί στην Αλβανία. Οι πιέσεις και οι εκβιασμοί, κυρίως Ιταλών και Αυστριακών, προς αυτή την κατεύθυνση, καθίστανται απροκάλυπτοι.
17 Δεκεμβρίου 1913 :
Υπογράφεται το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, με το οποίο η Βόρεια Ήπειρος παραχωρείται στην Αλβανία. Σύσσωμος ο Ελληνισμός αντιδρά και διαμαρτύρεται για την κατάφωρη αδικία.
31 Ιανουαρίου 1914 :
Οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, απαιτούν από την Ελληνική Κυβέρνηση, την άμεση αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Βόρεια Ήπειρο, εκβιάζοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα παραχωρούνταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα.
25 Φεβρουαρίου 1914 :
Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανακοινώνει στην Ηπειρωτική Επιτροπή το αμετάβλητο της Ευρωπαϊκής απόφασης. Παράλληλα με τις προτροπές να μην λιποψυχήσουν και να κρατήσουν τον Εθνισμό τους, τους καλεί να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δίχως κάποια αντίσταση. Εν συνεχεία θα οριστεί η 1η Μαρτίου ως ημερομηνία έναρξης της αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από την Βόρεια Ήπειρο.
9 Φεβρουαρίου 1914 :
Η Πανηπειρωτική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Αργυρόκαστρο στέλνει έντονη διαμαρτυρία στις Μεγάλες Δυνάμεις και εκλέγει επιτροπή που αναλάμβάνει την ηγεσία του Αυτονομιστικού Αγώνος. Ένοπλα τμήματα με την επονομασία "Ιεροί Λόχοι" αρχίζουν να οργανώνονται στις πόλεις και τα χωριά της Βόρειας Ηπείρου. Την ίδια ημέρα ο αρχηγός των Χειμαρριωτών Σπ.Σπυρομήλιος, καταργεί τις Ελλαδικές Αρχές και κηρύσσει την αυτονομία της Χειμάρρας.
10 Φεβρουαρίου 1914 :
Η Ελληνική Κυβέρνηση διατάζει τον συνταγματάρχη Δ.Δούλη να συλλάβει τον Σπ.Σπυρομήλιο, μη γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός όσο και πλήθος άλλων αξιωματικών, έχουν προσχωρήσει στην Βορειοηπειρωτική Επανάσταση. Φυσικά ο Δ. Δούλης αρνείται να εκτελέσει την διαταγή.
16 Φεβρουαρίου 1914 :
Σχηματίζεται προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμης Βόρειας Ηπείρου με πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο.
17 Φεβρουαρίου 1914 :
Υψώνεται και επίσημα έξω από το Αργυρόκαστρο, η σημαία της Αυτονομίας, παρουσία κλήρου, λαού και 2.000 ενόπλων. Την ίδια ημέρα στην Κορυτσά ο συνταγματάρχης Κοντούλης, αφού προηγουμένως - ακολουθώντας τις υποδείξεις της Ελλαδικής Κυβερνήσεως - είχε απαγορεύσει την συγκρότηση ενόπλων τμημάτων από τους Βορειοηπειρώτες, παραδίδει αμαχητί την πόλη στους Αλβανούς. Εν συνεχεία οι Αλβανοί εξαπολύουν ένα άγριο πογκρόμ κατά των ελληνικών πληθυσμών.
18 Φεβρουαρίου 1914 :
Η περιοχή Κολωνίας παραδίδεται από τον συνταγματάρχη Κοντούλη με πρωτόκολλο στους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι υπό τα απαθή βλέμματα Ολλανδών αξιωματικών προχωρούν σε σφαγές κατά των Ελλήνων. Εν συνεχεία ακολουθούν σκληρές συγκρούσεις με τους Βορειοηπειρώτες επαναστάτες.
2 Μαρτίου 1914 :
Με την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την περιοχή Χειμάρρας, 800 Τουρκαλβανοί υπό την διοίκηση Ιταλών αξιωματικών επιτίθονται στο χωριό Βούνοι. Οι Βουνιώτες αποκρούουν την επίθεση και περνούν σε αντεπίθεση, τρέποντας σε άτακτη φυγή τις Αλβανικές ορδές.
4 Μαρτίου 1914 :
Πραγματοποιείται συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Βόρειας Ηπείρου με τον αντιπρόσωπο της Αλβανικής Κυβερνήσεως Ολλανδό ταγματάρχη Θόμφων. Μετά από δύο ημέρες άκαρπων συνομιλιών, οι συγκρούσεις ξαναρχίζουν.
7 Μαρτίου 1914 :
Μετά από λυσσώδης μάχες κοντά στο χωριό Κόδρα, οι Βορειοηπειρώτες κυριολεκτικά διαλύουν τις Αλβανικές δυνάμεις, οι οποίες απωθούνται προς τον βορρά.
15 Μαρτίου 1914 :
Οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των Αλβανών, υπό την διοίκηση Ολλανδών και Ιταλών Αξιωματικών, δέχονται θυελλώδη επίθεση του Βορειοηπειρωτικού Στρατού στην περιοχή της Κλεισούρας που είχαν καταλάβει. Οι Αλβανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
20 Μαρτίου 1914 :
Οι Έλληνες της Κορυτσάς, έχοντας υποστεί ένα μήνα άγριων διώξεων, επαναστατούν και καταφέρνουν να απελευθερώσουν την πόλη.
24 Μαρτίου 1914 :
Λόγω της καθυστέρησης ενισχύσεως των Ελλήνων της Κορυτσάς, μεγάλες Αλβανικές δυνάμεις ανακαταλαμβάνουν την Κορυτσά. 2.500 ένοπλοι Βορειοηπειρώτες διαφεύγουν και ενώνονται με τον υπόλοιπο Αυτονομιστικό Στρατό. Θα ξαναδούν την πολύπαθη πόλη τους, τρεις μήνες αργότερα, όταν ο Στρατός της Βόρειας Ηπείρου θα μπει ελευθερωτής στην Κορυτσά.
9 Απριλίου 1914 :
Επίθεση 1.500 Αλβανών στο χωριό της Χειμάρρας Πυλιούρι, αποκρούεται με επιτυχία. Οι Αλβανοί υποχωρούν αφήνοντας πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους.
12 Απριλίου 1914 :
Οι Αλβανοί επιτίθεται στο χωριό Παλιάσα της Χειμάρρας. Αποκρούονται και υποχωρούν άτακτα προς τον αυχένα της Λογαράς. Εκεί πέφτουν σε ενέδρα αποσπάσματος Κρητών εθελοντών, το οποίο τους αποδεκατίζει. Όσοι επέζησαν συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
18 Απριλίου 1914 :
Μετά από υπόδειξη Ιταλών και Ολλανδών Αξιωματικών, Αλβανικές δυνάμεις επιτίθονται και καταλαμβάνουν το στρατηγικής σημασίας φρούριο του Μπούσι, αποκόπτοντας έτσι την επικοινωνία της Χειμάρρας με τους Αγίους Σαράντα. Δύο μήνες αργότερα, ο Αυτονομιστικός Στρατός της Β. Ηπείρου θα ανακαταλάβει το φρούριο, αποκαθιστώντας την επικοινωνία Χειμάρρας - Αγίων Σαράντα. Σκληρές μάχες λαμβάνουν χώρα και Β.Δ. του Αργυροκάστρου, κοντά στο μοναστήρι του Τσέπου. Η νικηφόρα έκβαση των μαχών θα κρίνει κατά μεγάλο βαθμό την τύχη του Αγώνα. Οι Αλβανοί θα καταδιωχθούν σε μεγάλο βαθμό προς το βορρά.
25 Απριλίου 1914
: Οι Βορειοηπειρωτικές δυνάμεις της περιοχής Κολώνιας, ενισχυμένες από δύο μεγάλα σώματα Κρητών εθελοντών και ένα Αιτωλοακαρνάνων, μετά από τριήμερο συνεχή αγώνα, εκδιώκουν τις Αλβανικές δυνάμεις από ολόκληρη την επαρχία. Οι Αλβανοί αφήσουν πίσω πάνω από 500 νεκρούς, με τον αρχηγό τους Wani Bey Starjia. Την ίδια ημέρα, αφού η Αλβανική Κυβέρνηση δέχθηκε όλους τους όρους των Βορειοηπειρωτών, ορίζεται πενθήμερη ανακωχή, προκειμένου να ξεκινήσουν στην Κέρκυρα διαπραγματεύσεις.
26 Απριλίου 1914 :
Ξεκινούν στην Κέρκυρα οι διαπραγματεύσεις οι οποίες θα καταλήξουν στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
5 Μαΐου 1914 :
Υπογράφεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Με βάση αυτό αναγνωρίζεται από τις Μ.Δυνάμεις, την Αλβανία και την Ελλάδα, η Αυτονομία της Β. Ηπείρου, ο Ελληνικός της χαρακτήρας και κατοχυρώνεται πλήρως η θρησκευτική, γλωσσική και εκπαιδευτική ελευθερία του πληθυσμού της.
Αύγουστος 1914 : Ενώ ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, οι Δυνάμεις της Αντάντ δίνουν εντολή στα Ελληνικά Στρατεύματα να προελάσουν στην Βόρεια Ήπειρο επιβάλλοντας την τάξη.
Οκτώβριος 1914 :
Ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται για δεύτερη φορά ελευθερωτής στην Βόρεια ΄Ηπειρο.
Δυστυχώς η περίοδος ελευθερίας για τους Βορειοηπειρώτες, δεν διαρκεί για πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσεται από τον εθνικό διχασμό. Οι δύο πρωτεργάτες του θριάμβου των Βαλκανικών πολέμων, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελ.Βενιζέλος, ωθούμενοι έντεχνα από τους "συμμάχους" μας, συγκρούονται χωρίζοντας την Ελλάδα στα δύο. Οι Ιταλοί και οι Γάλλοι εν συνεχεία, εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση, καταλαμβάνουν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, επιβάλλοντας των εξαλβανισμό του πληθυσμού της. Οι Ελληνικές δυνάμεις, μέσα στην δίνη του διχασμού, συγκρούονται μεταξύ τους, αδιαφορώντας και καταδικάζοντας την μαρτυρική Βόρεια Ήπειρο, για άλλη μια φορά στην σκλαβιά.
ΠΗΓΗ:www.neb.gr
Μ.Α.Β.Η. Κομμάτι της ιστορίας
Τα 50 χρόνιας της κόκκινης δικτατορίας-απομόνωσης δεν μας απέκοψαν μόνο από το εθνικό κέντρο αλλά και από την ίδια την Ιστορία μας. Από τότε που αυτή η ιστορία γράφετε χωριστά από την υπόλοιπη Ήπειρο, γεγονότα όπως ο Αυτονομικός Αγώνας(1914), Σχολικό Κίνημα (1935) και ΜΑΒΗ (1942-1944) που κοσμούν την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδα μας, παραμένουν άγνωστα ακόμα και στην πλειοψηφία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Καταντήσαμε (γιατί για κατάντια πρόκειται), να θεωρούμαι γραφικούς ή εξτρεμιστές όσους αναφέρονται στους αγώνες των προγόνων μας. Πριν από λίγες μέρες γράφτηκαν κάποια συνθήματα στη Μουζίνα με την υπογραφή της ΜΑΒΗ. Η ιστορία της Οργάνωσης δεν έχει καμία σχέση με τους πρώιμους αγωνιστές των μπλε σπρέι, ωστόσο ήταν μια αφορμή για να γράψουμε κάτι.
Το Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου (MABH), ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον γεωγραφικό χώρο της Βορείου Ηπείρου κατά την διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής κατοχής της Αλβανίας από τον Άξονα (1941-1944).
Ίδρυση
Με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Βόρειο Ήπειρο (Απρίλιος 1941), σημειώθηκαν βιαιότητες στην περιοχή, από ομάδες ατάκτων ενόπλων καθώς και ιταλικού στρατού. Το Μάιο του 1942 οργανώθηκαν τα πρώτα αντάρτικα τμήματα από Βορειοηπειρώτες στην περιοχή του Δέλβινου, επικεφαλής ήταν δύο ντόπιοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού: Ο Σπυρίδων Λύτος και ο Ιωάννης Βιδέλης. Τον ίδιο μήνα Βορειοηπειρώτικα αντάρτικα οργανώθηκαν και σε άλλες περιοχές: Δρόπολη, Ρίζα, Χειμάρρα, Αυλώνας, Λιούντζη, Πωγώνι, Λεσκοβίκι, Κορυτσά. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου στα Τίρανα, σε συγκέντρωση Βορειοηπειρωτών εκπροσώπων, συγκροτήθηκε η ΜΑΒΗ. Επικεφαλής της ΜΑΒΗ τίθεται ο Βασίλειος Σαχίνης, άλλα βασικά στελέχη της ήταν οι: Ηλίας Κώνστας, Γιώργος Τάσος, Σπύρος Ντάσιος και ο Χειμαριώτης εισαγγελέας Αναστάσιος Κοκκαβέσης. Το αρχηγείο του Μ.Α.Β.Η. ήταν ο Άγιος Δημήτριος, η κεντρική εκκλησία του χωριού Γλύνα Βορείου Ηπειρου
Στόχος και πεδίο δράσης
Κύριος στόχος της ήταν η προστασία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και, λόγω των διάφορων αντάρτικων και δοσίλογων οργανώσεων που δρούσαν εκείνη την περίοδο στην ευρύτερη περιοχή ανεξέλεγκτα λόγω της έλλειψης κάποιας κρατικής αρχής για την προστασία των πολιτών.
Οι κύριες περιοχές δράσης της ΜΑΒΗ ήταν η περιοχή του Δέλβινου, της Δρόπολης, της Χειμάρρας, του Βούρκου (η ευρύτερη περιοχή των Αγίων Σαράντα), της Ρίζας και της Ζαγοράς (περιοχή κοντά στην Πρεμετή).
Αλβανική αντίσταση
Στα τέλη του 1942 ιδρύεται η αριστερή αλβανική οργάνωση Front Nacional Cilirimitar (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) με επικεφαλής τον Ενβέρ Χότζα, την ίδια εποχή δρα στην ευρύτερη περιοχή και η φιλοναζιστική Bali Competar, τα στελέχη της είναι γνωστά και ως «Μπαλίστες», μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής . Γενικά οι αλβανικές ένοπλες ομάδες αν και διέφεραν ριζικά οι επιδιώξεις τους, στο θέμα της Βορείου Ηπείρου διατηρούσαν κοινή στάση: υπαγωγή της περιοχής στο αλβανικό κράτος χωρίς αυτονομία και σταδιακό εξαλβανισμό της.
Σχέση με ελληνική αντίσταση
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Βασιλείου συγγραφέα και ερευνητή των αρχείων του ελληνικού κράτους και του υπουργείου εξωτερικών, η οργάνωση είχε την στήριξη του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα. Είναι όμως αξιοπρόσεκτη η στάση του ΕΑΜ που τάχθηκε ενάντια στην δράση της ΜΑΒΗ. Η συμβολή μάλιστα του ΕΑΜ υπήρξε ενεργή συνεργαζόμενο άμεσα με την οργάνωση του Ε. Χότζα κατά της ΜΑΒΗ, στον τομέα των πληροφοριών. Σε συναντήσεις στελεχών των δύο όμορων, ιδεολογικά, αντάρτικων οργανώσεων (ελληνικής και αλβανικής) υποστηρίχθηκε κοινή πολιτική στα εξής σημεία:
* Εκδίωξη των δυνάμεων του ΕΔΕΣ από τα σύνορα και να αποκοπεί η ΜABH
* Να υπαχθεί η ΜABH στην οργάνωση του Ε. Χότζα (με βία η χωρίς)
* Να συλληφθεί πάση θυσία ο Β. Σαχίνης.
Σταδιακό τέλος της δράσης
Στις 17 Νοεμβρίου 1943, ο αρχηγός της ΜΑΒΗ, Βασίλειος Σαχίνης, συλλαμβάνεται από άτομα της οργάνωσης του Εμβέρ Χότζα στο Αργυρόκαστρο, οι οποίοι κατόπιν εντολής, αφού τον βασανίζουν για να αποσπάσουν πληροφορίες, τον εκτελούν. Στις 3 Δεκεμβρίου δολοφονείται ο επικεφαλής της οργάνωσης στην περιοχής Χειμάρρας, Γεώργιος Μπολάνος . Ακολούθησε η καταστροφή του χωριού Γλυνά, στην περιοχή Αργυροκάστρου που αποτελούσε βάση της ΜΑΒΗ. Από τον Δεκέμβριο του 1944 ενεργό ρόλο αναλαμβάνει ο Γρηγόριος Λαμποβιτιάδης, γιατρός από το Αργυρόκαστρο.
Τρομοκρατικές επιθέσεις το 1984, 1991 και 1994
Τα έτη 1984, 1991 και 1994, πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις τρομοκρατικού τύπου, κατά αλβανικών στόχων, σε Αλβανία και Ελλάδα. Η οργάνωση που ανέλαβε την ευθύνη για τις επιθέσεις έφερε το ίδιο όνομα (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου). Δεν υπάρχουν στοιχεία, όμως, για υποτιθέμενη σύνδεση με την ιστορική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε την δεκαετία του ’40, καθώς υπάρχει μεγάλο χρονικό κενό και δεν έχουν υποστηριχθεί υποθέσεις για πιθανή επιβίωσή της καθ’ όλο το διάστημα του καθεστώτος Ε. Χότζα στην Αλβανία.
Πηγή: borioipirotis.blogspot.com/
Κορυτσά και Μοσχόπολη το 1913
Τι γράφει ο «Τουριστικός Οδηγός» της εποχής.
του Νίκου Υφαντή
Στον «Oδηγό της Νέας Ελλάδος» (Μπαίδεκερ) υπό Τρύφωνος Ευαγγελίδη, που εκδόθηκε το 1913 (Εν Αθήναις, τύποις Δ. Γ. Ευστρατίου και Δ. Δελή - Πραξιτέλους 8) περιλαμβάνεται και η Κορυτσά, απελευθερωθείσα Ηπειρωτική πόλη, με πολυπληθή ελληνικό πληθυσμό και ακμάζοντα πολιτισμό, η οποία, δυστυχώς, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την διανομή των «ιματίων» της, μετά δηλ. τους Βαλκανικούς πολέμους, με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, η Κορυτσά, όπως και το υπόλοιπο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ευαγγελίδης αναφέρει όσα πρέπει να γνωρίζουν οι επισκέπτες - περιηγητές επισκεπτόμενοι την Κορυτσά. Γράφει για τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία, τα φαρμακεία και λοιπά καταστήματα, που ήταν όλα ελληνικά.
Γράφει σχετικά: «Ξενοδοχεία: «Μοναστήριον» αδελφών Τσίγκου μεθ’ εστιατορίου, «Κωνσταντινούπολις» Δ. Δημέλη - Εστιατόρια: Β. Ηλιού, Μ. Πάντου - Ζαχαροπλαστεία: αδελφών Βίκα Α. και Γ. και Χ. Μιχαήλ, Ε. Γκίκα, Χ. Λιμπώνια - Ζύθος παρά Κ. Σκένδερη - Ιατροί: Α. Βαλαούρης, Σ. Βιλβίλης, Χ. Δάρδας, Δ. Παπαδόπουλος, Α. Χριστοδούλου, Χ. Ζωγράφος και Χ. Κοντούλιας - Οδοντοϊατρός - Φαρμακεία: Ι. Παπαγιάννη, Γ. Σκάλλη, Π. Φύλλα. Φωτογραφεία: Π. Δημητριάδου, Α. Νικολακοπούλου, Χ. Σούλου - Κουρεία: Δ. Βόρια, Γ. Λετιμπέλου - Καφεία: Γ. Αντωνίου, Χ. Γερμενλή - Καπνοπωλεία: Κ. Αδέζα, Κ. Σκένδερη, Λ. Κονταξή».
Αφού μιλάει διεξοδικά για τη γεωγραφική θέση της Κορυτσάς, για τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις πεδιάδες, σημειώνει: «Έχει 22.000 κατοίκων, ων οι 16.000 Έλληνες, οι δ’ άλλοι Αλβανοί και Τούρκοι και Αθίγγανοι καλούντες αυτήν Γκιορδζά και διατηρούντες διά της προπαγάνδας, σχολεία στοιχειώδη, εν ω ημείς διατηρούντες από του 1817, ειμή πρότερον, (Μ. Παρανίκας Σχεδίασμα σ. 79) προς τω Γυμνασίω, πλείστα Ελληνικά Σχολεία Αρρένων και Θηλέων».
Η πόλη είναι του Μητροπολίτη Κορυτσάς, ο οποίος, πριν καταργηθεί η Αρχιεπισκοπή της πρώτης Ιουστινιανής το 1767, είχε και τη φήμη Κορυτσάς και Σελασφόρου. Μετά υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολλοί κάτοικοι της Κορυτσάς αποδημούν στο εξωτερικό, επιστρέφουν και ανεγείρουν λαμπρά οικοδομήματα. Η πόλη έχει «ζωηρόν εμπόριον και βιομηχανίαν εντοπίων υφασμάτων».
Ο Τρύφων Ευαγγελίδης μέτρησε 4 ναούς, λαμπρό μητροπολιτικό ίδρυμα, δημόσια καταστήματα, ωρολόι της πόλης, 2 τεμένη, λουτρά, δημαρχιακό κατάστημα και στρατώνα.
Αναφέρει επίσης τα εξής χωριά γύρω από την Κορυτσά: Μπόρια (Εμπορία) (με ανθρακωρυχεία), Σιάπκα ή Σίπτικη (Ιππιοχία) και Μοσχόπολη, Ζβέσδα (Σελασφόρος), Βιθικούκι, Βοβοστίτσα και Πλιάσα (Πήλιον - Ιστορικό από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου 336-4 π.Χ.). Τα χωριά αυτά μετά την Επανάσταση του 1770 έπαθαν πολλά από τους Τουρκαλβανούς και δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν από την καταστροφή.
Ο Τρ. Ευαγγελίδης προτρέπει τους επισκέπτες μετά την Κορυτσά να επισκεφτούν την Μοσχόπολη, η οποία απέχει τρεις ώρες από την Κορυτσά και υπήρξε πνευματική όαση «κατά τα δυσπροπέλαστα ταύτα μέρη της Μακεδονίας» πριν από την καταστροφή της από τους Τουρκαλβανούς.
Γράφει σχετικά: «Η πόλις αύτη το πρώτον Βοσκόπολις (Τουρκιστί Τομόρδζα) καλουμένη φαίνεται ότι ιδρύθη, ως μεν εν τω κώδικι της Μονής Προδρόμου λέγεται τω 1330 υπό βοσκών εκ των πέριξ συμπηξάντων τας καλύβας αυτών εις πόλιν, αλλ’ ως ο περί αυτής εξ αυτοψίας γράψας γραμματεύς του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ιεροδιάκονος της Ε’ Μεραρχίας της καταλαβούσης την Δυτικήν Μακεδονίαν κ. Δ. Καλλίμαχος, θεωρεί ότι η πόλις εκτίσθη κατά τον ΙΕ’ αιώνα επί οροπεδίου της οροσειράς Όπαρης εις ύψος 1.200 μ. Συν τω χρόνω ευδοκιμών ο συνοικισμός ούτος έφθασεν εις το άκρον της ακμής του κατά τα τέλη του ΙΖ’ αιώνος, εξαπλωθείς επί επτά λόφων, εφ ων εισέτι σώζονται τα ερείπια της υπό των Αλβανών καταστροφής».
Για πρώτη φορά ονομάστηκε Μοσχόπολη ίσως το 1610 από τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, οι οποίοι διεπίστωσαν ότι τα ελέη που προσέφερε η Βοσκόπολη ήταν περισσότερα και από εκείνα που πρόσφεραν πολύ μεγάλες πόλεις.
Για το λόγο αυτό την ονόμασαν Μοσχόπολη. Οι Μοσχοπολίτες κατέστησαν σπουδαία την πατρίδα τους.
Το 1750 είχε περίπου 60.000 ψυχές, εκλεκτά σχολεία, όπως η Νέα Ακαδημία, τυπογραφείο, στο οποίο τυπώθηκαν αρκετά βιβλία, συντεχνίες, κανονισμό της κοινότητας, ιδιωτικές και κοινοτικές οικοδομές και πολλά άλλα.
Όλα αυτά τα κατάστρεψαν το 1769 οι Τουρκαλβανοί. Οι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή σκορπίστηκαν στις γειτονικές πόλεις και πολλοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Εκεί εμπορεύονταν και πλούτισαν, όπως ο Σίνας και ο Σμολένσκης. «Σήμερον Μοσχόπολις αποτελεί μικρόν χωρίο (κ. 2.000). Είναι δε πατρίς του εθνικού ευεργέτου βαρώνου Σίμωνος Σίνα και του στρατηγού Κωνσταντίνου Σμολένσκη».
Πηγή: Πρωινός Λόγος
Το Αργυρόκαστρο του 1913 και η Περιφέρειά του
του Νίκου Υφαντή
Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, στις ταξιδιωτικές εκδρομές που πραγματοποίησε στις Νέες Χώρες, που μόλις είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους, συμπεριέλαβε και το Αργυρόκαστρο με την περιοχή του. Από το Δέλβινο έφτασε, ακολουθώντας τον δρόμο από Ελευθεροχώρι, Βλαχογορατζή και Λαζαράδες, στο Αργυρόκαστρο, πόλη της Δρυϊνούπολης.
Για την ίδρυση της πόλης, μας πληροφορεί, ότι δεν υπάρχουν σαφείς ιστορικές πληροφορίες. Κατά την παράδοση που επικρατεί στην περιοχή, χτίστηκε από την Αργυρώ, Βυζαντινή αρχόντισσα, γι’ αυτό και ονομάστηκε Αργυρόκαστρο (Κάστρο της Αργύρως). Παλιότερα υπήρχαν οι Αργυρίνοι, λαός ηπειρωτικός, που κατοικούσαν γύρω από το Αργυρόκαστρο. Ίσως να υπήρχε και ομώνυμη πόλη την οποία οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Αργυρίνη ή Αργυροπολίχνη. Γεγονός είναι ότι η πόλη ιδρύθηκε κατά την αρχαία εποχή.
Στην ιστορία το Αργυρόκαστρο μνημονεύεται κατά τα νεότερα χρόνια από τον 14ο αι. και εξής. «Κείται», γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης, «δ’ επί χαριεστάτης θέσεως παρά τας παρωρείας ομωνύμου όρους διά 3 χαραδρών, χωριζομένου εις τρεις λόφους και εις ο όρος τινές αποδίδουσι το όνομα των Κεραυνίων ορέων, άπερ απέχουσι πολύ προς Δ. και είναι κοινώς γνωστά «Βουνά της Χειμάρας», άπερ εκτείνονται παρά το Ιόνιον Πέλαγος. Άλλοι θεωρούσιν ότι εν Αργυροκάστρω έκειτο η πόλις Εκατόμπεδον (κατά Πτολεμαίον). Και ο Αλή Πασάς καταλαβών την πόλιν ωχύρωσεν αυτήν ορμώμενος εκ του προς τα ΒΑ αυτού κειμένου λόφου Γκιπάνα, εφ’ ου εισέτι σώζονται και τα ερείπια φρουρίου».
Το Αργυρόκαστρο υπήρξε έδρα διοικήσεως με τις εξής υποδιοικήσεις: Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Χειμάρας (Χίμαιρας), Πωγωνιανής, Φιλιατών, Πρεμετής και Τεπελενίου (Αντιγόνειας) και υπαγόταν στο Βιλαέτι Ιωαννίνων. Υπήρξε επίσης έδρα του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως (Δρινοπόλεως, Αδριανουπόλεως, Ιουστινιανουπόλεως, κατά τον Προκόπιο, «Περί Κτισμάτων 4, 1, 4»). Το 1913 περιελάμβανε 56 χωριά με 50.000 κατοίκους. Από τα 56 χωριά μόνο 4 κατοικούνταν από μωαμεθανούς: Το Λιμπόχοβο, η Νεπράβιστα, οι Λαζαράτες και η Χρυσόδουλη. Όλα τα υπόλοιπα χωριά ήταν χριστιανικά.
«Οι κάτοικοι», κατά τον Τρύφ. Ευαγγελίδη, «εν γένει είναι νοήμονες, φίλεργοι και φειδωλοί, εφαρμόζοντες μετά συνέσεως πρακτικής το πνεύμα του συνεταιρισμού ου μόνον εις τας εμπορικάς επιχειρήσεις, αλλά και εν αυτή τη πατριαρχική διοικήσει των εαυτών οίκων, συζώντες αρμονικώς μετά αδελφών και εξαδέλφων ενίοτε και μετά θάνατον των γονέων, αναθέτοντες εις ένα την διεύθυνσιν των υποθέσεων και συμφερόντων των. Είναι ευκατάστατοι, ιδίως οι Αλβανοί προύχοντες. Πλείστοι των Αργυροκαστριτών αγάδων ιδίως ως και των χριστιανών προυχόντων, κέκτηνται αξιόλογα πάγια εξ αγροτικών κτημάτων εισοδήματα τόσον κατά την πεδιάδα της Δρυϊνουπόλεως, όσον και εν Δελβίνω, Βουθρωτό, Λούρω, Πωγωνιανή και εν τη εριβώλακι Μουζακιά κατά τον Αυλώνα και αλλαχού».
Η πόλη συγκροτείται από δέκα συνοικίες: Από αυτές το Μανωλάτιο, Δουναβάτιον και το ψηλότερο, ο Παληορτός είναι μουσουλμανικές. Χριστιανικές συνοικίες είναι το Παληοπάζαρο και η πολυπληθέστερη το Βαρόσι (Βασι = φρούριο). «Εν μέσω δε αυτών προέχει μεγαλοπρεπώς επί λόφου το Βενετικόν φρούριον, επιδιορθωθέν και συμπληρωθέν υπό του Αλή Πασά δι’ αγγαρειών, διατηρούμενον καλώς και ήδη χρησιμεύον ως στρατόν και θεραπευτήριον του στρατού και ως φυλακαί της πόλεως».
Από τα τετρακόσια (400) καταστήματα που υπήρχαν στην Αγορά μόνο το 1/6 ανήκε στους Τουρκαλβανούς και 3-4 σε Εβραίους. Όλα τα άλλα ήσαν χριστιανικά, που επιδίδονταν επίσης με τις επιστήμες, τις τέχνες, το εμπόριο και την βιομηχανίαν.
Η πόλη είχε μεγάλη εμπορική κίνηση. Διέθετε δύο Βυρσοδεψεία και σε παλιότερη εποχή, πριν από το 1913, επιδίδονταν και στην μεταξοσκωληκοτροφία. Σε περίοπτη θέση στην Αγορά υπήρχε το Διοικητήριο της πόλεως, το οποίο είχε οικοδομηθεί την δεκαετία του 1890. Σ’ αυτό το Διοικητήριο ήταν συγκεντρωμένες όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Οι Οθωμανοί είχαν τεμένη και μικρά προκαταρκτικά τουρκικά σχολεία, ένα σε κάθε συνοικία και ένα Ρουστιέ (ελληνικό σχολείο) και ένα Ινταντιέ (Γυμνάσιο).
Σχετικά με τις εκκλησίες, τα ελληνικά σχολεία Αργυροκάστρου και την κοινή ελληνική γλώσσα για Έλληνες και Τουρκαλβανούς γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης: «Οι δε χριστιανοί έχουσι την ιεράν Μητρόπολιν εν Παληοπαζάρω, ανακαινησθησομένην επί μεγαλοπρεπούς σχεδίου δι’ εράνων, δύο ναούς, ων ο μεν του Παληοπαζάρου είναι Μητροπολιτικός και τιμάται επ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο δε του Βαροσίου επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Εν τω Παληοπαζάρω υπάρχει Παρθεναγωγείον ως και Αρρεναγωγείον επτατάξιον (πλήρης Αστική Σχολή). Εις αυτά φοιτώσι περί τους 300 μαθητάς αμφοτέρων των φύλων, πολλάκις δε εφοίτων και Οθωμανόπαιδες άρρενες και θήλεις, μολονότι η αστυνομία απεδίωκεν αυτούς. Η δε καλλιέργεια των Ελληνικών γραμμάτων είναι λίαν διαδεδομένη καθ’ όλην την επαρχίαν. Δεν υπάρχει έστω και το ελάχιστον χωριό όπερ να μην έχη και το σχολείον του, πολλά δε τούτων και Παρθεναγωγείον• συντηρούνται δε τα σχολεία εκ κληροδοτημάτων ή δια συνδρομής των κατοίκων ως και δι’ εξωτερικού επιδόματος. Σημειωτέον δε ότι σπουδαίαν ώθησιν προς την πρόοδον των γραμμάτων έδωκεν ο εκ Μαδύτου καταγόμενος Δρυϊνουπόλεως και είτα Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Λουκάς Πετρίδης, ο εσχάτως αποθανών, συστήσας πολλαχού σχολεία και Παρθεναγωγεία και διορίσας διδασκαλιστάς. Γλώσσα είναι η Ελληνική την οποίαν γνωρίζουσι και οι Τούρκοι πάντες σχεδόν, ομιλούντες και γράφοντες αυτήν• πάντες δε οι τε Μουσουλμάνοι και οι Ορθόδοξοι την Ελληνικήν αποκλειστικώς μεταχειρίζονται εις την αλληλογραφίαν και τας συναλλαγάς αυτών• ικανοί δε προύχοντες Τουρκαλβανοί και ονομαστί ο εν Αγίοις Σαράντα μεγαλέμπορος Καμών Κανταρές απέστειλεν εις Κέρκυραν και εις την εμπορικήν σχολήν εις Πάτρας τα τέκνα του προς σπουδήν».
Γράφει ο Τρύφ. Ευαγγελίδης αυτό που είναι γνωστό και ομολογείται και από τους ίδιους τους μουσουλμάνους ότι οι μουσουλμάνοι του Αργυροκάστρου είναι αρνησίθρησκοι χριστιανοί, «και απόδειξις πλην άλλων είναι ότι και τώρα ακόμη φέρουσι πολλοί και προσαγορεύονται διά των χριστιανικών επωνύμων και ιδίως οι Λιάπηδες της επαρχίας ταύτης π.χ. Γαϊτάζ Νικόλας, Σέιντο Βασίλης, Χαλήλ Μηνάς, Ρετζέπ Ντίνος (Κωνσταντίνος) μέχρι δε προ 30-35 ετών διετήρουν κατά τους γάμους και τας κηδείας, τας συγγενικάς σχέσεις προς τους οικείους χριστιανούς, επισκεπτόμενοι αυτούς δι’ εσφαγμένων ή μη κριών και άλλων κατά τα έθιμα του τόπου κανισκίων (προσφορών) και οι παλαιότεροι μάλιστα Τουρκαλβανοί, ίσως διότι είχον την συνείδησιν της καταγωγής των ταύτης».
Σχετικά με τα σχολεία που υπήρχαν στο Αργυρόκαστρο και πριν από το 1913 και για τους διακριθέντες και διαπρέψαντες Αργυροκαστρίτες γράφει τα εξής ο Τρύφ. Ευαγγελίδης: «Σχολεία εν Αργυροκάστρω, κατά Μ. Παρανίκαν (Σχεδίασμα σ. 77), υπήρχον από του τέλους του ΙΗ’ αιώνος (προ της περιοδείας του Αιτωλού 1779) ότε ο φιλογενής Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Δοσίθεος ο Μετσοβίτης ίδρυσε σχολείον (άγνωστον αν υπήρχε πρότερον) ου προέστη ο αδελφός αυτού Κωσταντίνος, είτα ο εκ Βιθυκουκίου Ευστράτιος μέχρι της υπό του Αλή Πασά καταστροφής. Αλλ’ ανιδρυθείσα και αύθις, διετηρήθη μέχρις ημών (Π. Αραβαντινού, Χρονογραφία Ηπείρου Β’ 282). Εξ Αργυροκάστρου είλκε την καταγωγήν του και ο μέγιστος των διπλωματών του ΙΘ’ αιώνος Ιωάννης Καποδίστριας ο Κερκυραίος, ο είτα Κυβερνήτης της Ελλάδος (1828-31) και ο Αλέξανδρος Βασιλείου εν Τεργέστη πρόξενος της Τουρκίας τω 1800 προς ον συχνήν αλληλογραφίαν είχεν ο σοφός της Χίου Αδαμάντιος Κοραής (ιδέ επιστολάς αυτού εκδ. Δαμαλά) και ο Μιχαήλ Βασιλείου πανίσχυρος τότε εν Βυζαντίω, ο συντάκτης της ελληνολατινικής γραμματικής Γεώργιος Δημητρίου και πολλοί άλλοι λόγιοι, ως αναγράφει ο Σάθας και ο Βρετός (Νεοελλ. Φιλολογία)».
Στη Γέρμα, γραφικό χωριό, υπήρχε τεκές «δυσπροπέλαστος, παρ’ ον οι κάτοικοι μεταβαίνοντες ενω χούνται πανέστιοι». Πριν από το Αργυρόκαστρο στους πρόποδες οροσειράς βρίσκονται τα χωριά της Πάνω και Κάτω Δερόπολης «οικούμενα υπό ακραιφνεστάτων Ελλήνων».
Πηγή: ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ο πρώτος πρόεδρος της Αργεντινής ήταν Έλληνας
Του Γεωργίου Λεκάκη
Δεν είναι λίγα τα στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν πως η Κολχίδα των Αργοναυτικών δεν είναι η γνωστή Κολχίς του Πόντου, αλλά τμήμα μεταξύ Βολιβίας-Περού, γύρω από την λίμνη Τιτικάκα, στα σύνορα Αργεντινής-Βολιβίας. Μάλιστα, λένε, πως η πανάρχαια φυλή Ινδιάνων Κόλχι είναι απομεινάρι των Κόλχων, γι’ αυτό και χρησιμοποιούν πολλάκις στα σύμβολά τους τον ελληνικό μαίανδρο. Άρα οι σχέσεις Ελλήνων-Νοτιοαμερικανών τραβάει σε απίστευτα βάθη χρόνου, που μένει σε επόμενες γενεές επιστημόνων, αποδεσμευμένων από στεγανά, να ερευνήσουν.
Άλλωστε το όνομα της χώρας ετυμολογείται από την αρχαία ελληνική (ομηρική) ρίζα αργ- (> αργής, άργιλλος, άργος, κλπ.) που σημαίνει φωτεινός, λαμπρός, φεγγοβόλος, άσπρος, εξ αιτίας του άσπρου της χώματος.
Ο πρώτος πρόεδρος της Ενωμένης Αργεντινής Δημοκρατίας, ήταν ένας Έλληνας, ο Βλαδίμηρος (Βαρθολομαίος) Δημητρίου (Μήτρε στην βορειοηπειρωτική > Μίτρε στην ισπανική, 1821-1906), Βορειοηπειρώτης εκ Χιμάρας. Αυτός, μετανάστης 4ης γενεάς, όταν τελείωσε ο 7ετής εμφύλιος με την Μάχη της Σεπέντα (1859), και το Μπ. Άυρες υποτάχθηκε στην Ομοσπονδία, ανήλθε στο υψηλότερο αξίωμα της χώρας (1862). Και ίσως γι’ αυτό η σημαία της να είναι γαλανόλευκη. Στην διάρκεια της προεδρίας του, έγινε ο αιματηρός πόλεμος Αργεντινής-Ουρουγουάη, που στοίχισε στην Αργεντινή 50.000 άνδρες και πολλές υλικές ζημιές (200 εκατ. πιάστρα). Διάδοχος του προέδρου Δημητρίου ήταν ο Σαρμιέντο (1868-1874), που προσπάθησε να φέρει μετανάστες στην Αργεντινή, αλλά τον εμπόδισε ο εθνικιστής στρατηγός Δημητρίου, με στασιαστικό κίνημα. Ακολούθησε εμφύλιος, οι στασιαστές υπετάχθησαν, και εν τέλει το Μπ. Άυρες ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Αργεντινής, το 1880, υπό τον Ρόκα.
Η οικογένεια του Δημητρίου συνδεόταν φιλικά με την μεγάλη οικογένεια Ηπειρωτών ευεργετών Ζάππα, απ’ το Λάμποβο της Β. Ηπείρου. Η οικογένεια Δημητρίου πένθησε πολύ τον θάνατο του Ζάππα (1865). Οι πρόγονοι του Βαρθ. Δημητρίου άφησαν περί το 1670 την Χιμάρα, ακολουθώντας το μεγάλο ρεύμα φυγής του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, που έφευγε (κυρίως προς την ελεύθερη Ιταλία) για να μην υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Αυτό ακριβώς εξιστορεί το δημοτικό, όταν λέει.
«Δέλβινο και Τσαμουριά
δεν τα δίνουν τα παιδιά,
για νιζάμ του βασιλιά».
Η οικογένεια Δημητρίου ακολούθησε το δρομολόι αναζητήσεως νέας ζωής Γένοβα-Ενετία-Πειραιά-Αθήναι (1678) κι απ’ εκεί Ουρουγουάη.
Από την Ουρουγουάη οι Έλληνες διεσπάρησαν σε όλην την Ν. Αμερική. Κι αυτό συνεχίσθηκε έως τις αρχές του 20ού αι. (1907-1911). Την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. περισσότεροι από 10.000 Έλληνες (κυρίως από Κρήτη, κ.α.) κατέφθασαν ως μετανάστες στην Ουρουγουάη, ενώ περίσσότεροι από 50.000 - κατά το πλείστον μικρέμποροι - έφθασαν στην Αργεντινή!
Στην Αργεντινή, που μαχόταν για την ανεξαρτησία της, ως ήρωάς της τιμάται κι ένας άλλος Έλλην, ο Ιωάννης Γεωργίου (1833-1935), από το «ανταρτοχώρι της Σάμου», Πλάτανο. Αυτός ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που εξεμέτρησε την Παταγονία και την Γη του Πυρός (1855-1890)! Μάλιστα, όταν ο Δαρβίνος μελετούσε την περιοχή, ο Σαμιώτης συνεργάσθηκε μαζί του! Το όνομά του και η δράση του έγιναν λαϊκό παραμύθι στην Αργεντινή! Έγινε μύθος και πέθανε σε βαθύ γήρας (102 ετών) στον Κάμπο του Μπ. Άυρες, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Όσοι γνώρισαν τον Γεωργίου, έλεγαν πως μιλούσε για την πατρίδα του, την Σάμο, σαν να μην έφυγε ποτέ απ’ αυτήν. (Πριν απ’ αυτόν έφθανε στα λιμάνια της Ν. Αμερικής ο επίσης Σάμιος καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης, με το σκαρί του «Αχιλλέυς» - ο μετέπειτα ξακουστός πολέμαρχος του Αγώνος του 1821).
Αλλά δεν ήταν ο μόνος Έλλην πεσών για την ανεξαρτησία της Αργεντινής. Ως ήρωας αυτού του αγώνος τιμάται και ο Μιχ. Σπύρου, εκ Λέσβου, ο οποίος στα στερνά, ανατίναξε το καράβι του, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του.
Η οικογένεια Δημητρίου έφθασε στο Μπουένος Άυρες. Εκεί μέσα σ’ ένα καφενείο, του Χιώτη Α. Ζέππου, τρεις Έλληνες της διασποράς, ο Σαμιώτης Κώστας Καρούλιας (πρόγονος του παλαιμάχου ποδοσφαιριστή και νυν προπονητή Νίκου Καρούλια), ο Σιάκης από την Βυτίνα (Αρκαδίας) και ο Σπ. Σπυριδάκης ίδρυσαν την ποδοσφαιρική ομάδα-καμάρι της Αργεντινής, την Μπόκα-τζούνιορς! Μάλιστα ο Κ. Καρούλιας ίδρυσε και τον προσκοπισμό στην Αργεντινή! Ενώ ο Σπυριδάκης, που έφθασε στην Αργεντινή απ’ τ’ Αναφιώτικα της Πλάκας, είχε πρωτοστατήσει και στην ανέγερση του πρώτου ορθόδοξου ναού στην περιοχή.
Το λιμάνι της πόλεως οργάνωσε και πάλι ένας Έλλην, ο Εμμανουήλ Χατζιδάκης, Δωδεκανήσιος εκ Κάσου! Αυτός διέμεινε για λίγο εν Αθήναις και το 1870 έφυγε για Αργεντινή, όπου έγινε υπεύθυνος του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας και απ’ την θέση αυτή βοηθούσε πολύ τους Έλληνες καπεταναίους που προσέγγιζαν το μεγάλο λιμάνι…
Διευθυντής της Αστυνομίας Αργεντινής χρημάτισε ένας άλλος Έλλην, ο Ηπειρώτης Αλκ. Λάππας. Για όλα τούτα δεν είναι τυχαίο που λεν πως «οι Ηπειρώτες έκτισαν την Αργεντινή»!..
Επανερχόμαστε στον αγωνιστή και πρώτο πρόεδρο της Αργεντινής: Όταν η χώρα πτώχευσε (1890) οι Αργεντινοί θυμήθηκαν και πάλι τον Δημητρίου. Αυτός, συμφώνησε με τον στρατηγό Ρόκα και υποστήριξαν στις προεδρικές εκλογές (Μάιος 1892) τον Σάενς Πένια, έναν ανώτερο δικαστικό λειτουργό, που έχαιρε γενικού σεβασμού. Ο Β. Δημητρίου δεν ξέχασε ποτέ τις καταβολές της οικογενείας του, κι ας μην είχε επισκεφθεί ποτέ ο ίδιος την Ελλάδα! Μιλούσε άριστα ελληνικά! Θεωρείται και εκ των κορυφαίων λογοτεχνών (ποιητών και ιστορικών) της Αργεντινής. Έγραψε το έργο «Η Ιστορία του Σαν Μαρτίν» και το «Η Ιστορία του Μπελγκράνο», στα οποία προσπάθησε να αναπτύξει το φρόνημα της εθνικής συνειδήσεως των Αργεντινών. Ας σημειώσω, ότι τότε η ελληνική ήταν η δημοφιλέστερη γλώσσα στο Μπ. Άυρες, μετά την τοπική.
Ο συγγραφέας Β. Δημητρίου ίδρυσε και την εφημερίδα «Έθνος», το 1862, την πρώτη εφημερίδα της Αργεντινής! Ενώ στο Μπ. Άυρες εκδιδόταν και ελληνικό - και μάλιστα γελοιογραφικό - φύλλο! Η «Εταιρεία της υπέρ των Πατρίων Αμύνης» (που ιδρύθηκε το 1901 και στεγάσθηκε στην Ακαδημία Αθηνών) κυκλοφορούσε ένα 4σέλιδο φυλλάδιο, με τίτλο «Τα Πάτρια» - επιμελεία των ακαδημαϊκών Γ. Χατζιδάκη, Κ. Ζησίου και του δημοσιογράφου Ι. Δαμβέργη - που κυκλοφορούσε τότε σε 20.000 δωρεάν αντίτυπα και που έφθανε και στην Αργεντινή! Το 1924 ιδρύθηκε η ομογενειακή εφημερίδα «Πατρίς», στο Μπ. Άυρες, από τον Γ. Παρασκευαΐδη (και είτα δ/ντή τον Αθ. Βαϊρακλιώτη). Μετά, ο πρέσβυς της Ελλάδος στο Μπ. Άυρες, Βασ. Δενδραμής, ίδρυσε την εφημερίδα «Ελλάς» (με δ/ντές τον Δημ. Λογοθέτη, έως το 1956, την θυγατέρα του Ελένη και είτα τον Λεων. Τριανταφυλλίδη). Το 1958 ιδρύθηκε η εφημερίδα «Νότιος Αμερική», από την Πολ. Μποσκαΐνου και ο «Ελληνισμός» από τον Δημ. Ρούτση.
Γι’ αυτό ο Αργεντινός εθνικός ποιητής και ένας των σημαντικότερων ποιητών της Ν. Αμερικής, που ήταν και μέλος του Αργεντινού Κοινοβουλίου Αντράντε Ολεγκάριο (1841-1882), ο οποίος ύμνησε τις ομορφιές της πατρίδος του, έγραψε έργα εμπνευσμένα από την Ελλάδα («Ατλαντίς», 1881 και «Προμηθεύς», 1877), στα οποία εκφράζει τους πόθους των λαών της Λατ. Αμερικής. Ενώ ένα από τα ωραιότερα γλυπτά έργα-δημόσια μνημεία που ευρίσκονται στην Αργεντινή, είναι ο «Θνήσκων Κένταυρος», έργο του Γάλλου γλύπτου Μπουρντέλ.
Η Αργεντινή συνδέεται και με την Θράκη, κυρίως δια μέσου του ιδιοφυούς επιχειρηματία και ευπατρίδη, Ευγένιου Ευγενίδη (εκ Διδυμοτείχου) ο οποίος - μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο - συνέδεσε ατμοπλοϊκώς την Νότιο Αφρική με την Νότιο Αμερική! Εν τέλει, εγκαταστάθηκε στην Αργεντινή, απ’ όπου ο οξυδερκής επιχειρηματίας διείδε το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα κι εστράφη στην ναυτιλία των υπερωκεανίων.
Και ο δις βραβευμένος με Όσκαρ Αργεντινός συνθέτης Γκουστάβο Σανταολάγια, δήλωσε: «Προσωπικά νοιώθω την ύπαρξη μιας υπόγειας σύνδεσης μεταξύ Ελλάδος-Αργεντινής, μεταξύ των δύο πολιτισμών. Νοιώθω πως η μουσική μας συγγενεύει κάπως με την δική σας και την συγγένεια την εντοπίζω ανάμεσα στο τάνγκο και στο ρεμπέτικο… Ίσως να υπάρχουν κοινές πηγές. Οι μουσικές και των δύο είναι πιο συναισθηματικές, κάπως σκοτεινές και θλιμμένες, και τα δύο ιδιώματα αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την μελαγχολία. Υπάρχει ένα περίεργο αίσθημα κενότητος που δεν μπορώ να το περιγράψω. Μου αρέσει ο Μ. Θεοδωράκης, ενώ παλαιότερα ήμουν φανατικός των Aphrodite’s Child του Β. Παπαθανασίου. Ο δίσκος τους “666? είναι από τους αγαπημένους μου. Μου αρέσουν επίσης πολύ τα ρεμπέτικα. Στην συλλογή των οργάνων μου έχω - εννοείται - και το μπουζούκι. Εάν το χρησιμοποιούσα στην ταινία, θα το έπαιζα βέβαια με τον δικό μου τελείως διαφορετικό τρόπο» - βλ. σχ. εφημ. «Εποχή», Ιούνιος 2009.
Στο σημείο αυτό, καλό είναι να θυμηθούμε πως στα εθνικά μουσικά όργανα της Αργεντινής, ανάμεσα στο τύμπανο κάγια, τον καλαμένιο αυλό, τον κοκκαλένιο αυλό (κουένα), τον ευθύαυλο (μια πεντάμετρη σάλπιγγα, που λέγεται έρκε ή ερκέντχο ή τρουτρούκα), συγκαταλέγεται και ο αυλός του Πανός, που στην τοπική λέγεται «σίρου» ή «αντάρα».
Η ελληνική κοινότητα του Μπ. Άυρες από το 1911 είχε εκκλησία, σχολείο και νοσοκομείο! Στην απογραφή του 1963 οι Έλληνες της Αργεντινής ήσαν 43.000 (η πολυπληθέστερη εθνότητα μετά τους εντοπίους, τους Ιταλούς και τους εβραίους). Την δεκαετία του 1950-60 ο ελληνικός πληθυσμός αυξανόταν συνεχώς. Ζούσε κυρίως σε 8 κοινότητες (οι παλαιότερες: Δυο στο Μπ. Άυρες, μια στο Βερίσσο και μια στο Ρεμέντιος ντε Εσκαλάντα), είχε αναπτύξει 21 κοινωφελείς οργανώσεις, εκκλήσιαζόταν σε 6 εκκλησιές και λειτουργούσε 5 σχολεία! Σήμερα, ο απόδημος ελληνισμός στην Αργεντινή υπολογίζεται σε 20.000 ανθρώπους. Η δε δρ. Χρ. Τσαρδίκου (πρόεδρος του «Νόστος» Μπ. Άυρες) δημιούργησε έδρα Ελληνικών Σπουδών σε μεγάλο πανεπιστήμιο της αργεντίνικης πρωτεύουσας. Το 2009 η Ένωση Συγγραφέων Αργεντινής έδωσε το α΄ διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας στην Ελλάδα και στον Πέτρο Κασιμάτη, κατά τον διεθνή διαγωνισμό «Ο Ελληνισμός και ο Μέγας Αλέξανδρος», που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την ελληνική πολιτιστική οργάνωση «Νόστος».
ΠΗΓΕΣ:
Γκαλεάνο Εδ. «Πηγές από Μνήμες Φωτιάς - Τα πρόσωπα και οι μάσκες», μτφρ. Ισμ. Κανσή, εκδ. «Εξά¬ντας», 1987.
Δαμηλάκου Μ. «Έλληνες μετανάστες στην Αργεντινή (1900-1970): Διαδικασίες συγκρότησης και μετασχηματισμοί μιας μεταναστευτικής κοινότητας», Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 2004.
Εθνική Ελληνική Επιτροπή Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου «Αργεντινή-Χιλή από οικονομικής απόψεως», Αθήναι, 1961.
Καμηλιέρης Σπ. «Το γενικόν εμπόριον της Αργεντινής Δημοκρατίας και η οικονομική εξέλιξις της χώρας κατά τα τελευταία έτη», Μπ. Άυρες, 1938.
Κατσόμαλος Β. «Αργεντίνα, Χιλή-Ουρουγουάη-Βραζιλία και οι Έλληνες», Μπ. Άυρες, 1972.
Κουτάντος Δημ. «Λέξεις που μυρίζουν θάλασσα (Ελληνικές λέξεις στα πορτογαλικά)».
Λεκάκης Γ. «Ήπειρος, η γωνιά που πέτρωσε στο 5…», βιβλίο (620 σελίδων), το οποίο κυκλοφόρησε μαζί με 4 CDs με ηπειρώτικη μουσική και ένα Cdrom. Έκδ. RiA Music & Multimedia Education Engineering (εκδ. «Πολυμέσα Εκπαιδευτική Μηχανική»), 1998. Του ιδίου: «Ο Τύπος την εποχή Πλάτωνος Δρακούλη», εισήγηση στο συνέδριο για τον Πλ. Δρακούλη, που έγινε στην Ιθάκη, το 2009.
Πετρίδης Ζ. Π. «Οδύσσεια - Μια ναυτική εποποιία προϊστορικών Ελλήνων εις την Αμερικήν», 1994.
Ποιμενίδης Κ. Ι. «Συνοπτική εικών της Αργεντινής Δημοκρατίας», εν Αθήναις, 1926.
Τρακάδα Κυρ. «Αγαπημένη μου Αργεντινή-Από την Παταγονία στη Σάμο με αγάπη», εκδ. «Νοσταλγία», 2010. Της ιδίας «Μπόκα-τζούνιορ-Αιγαίο: Αυτά που μας ενώνουν».
Τριανταφυλλίδης Μαν. «Έλληνες της Αμερικής», 1952.
Χουρμουζιάδης Γ. “La cultura de Grecia”, Μπουένος Άυρες Αργεντινή, 1972.
Χρηστοφής Χρ. «Η Αργεντινή δημοκρατία και το ελληνικό εμπόριον υπό έποψιν ναυτιλίας, μεταναστεύσεως, συναλλαγών», εν Αθήναις, 1991.
Και: “Grecia-datos informativos sebu su economia nauonal con la Republica Argentina”, Μπ. Άυρες, 1936.
ΠΗΓΗ: www.xronos.gr/
Τρίτη 27 Ιουλίου 2010
ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΦΑΝΕΙΣ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
ΟΙ ΛΑΖΟΙ - Ανήκουν στην πελασγική φυλή και είναι κατά βάσιν λαός ναυτικός. Δεν συμπαθούν τους Τούρκους, κατοικούν στις περιοχές Τραπεζούντος, Κερασούντος, Κοτυώρων (Ορντού) και στην περιοχή της Γεωργίας του Βατούμ (Ατζαρία). Συγγενικό φύλο προς αυτούς, θεωρουνται οι Μιγγρελοί, απόγονοι των αρχαίων Κόλχων. Στους Λαζούς ανήκουν και οι Οφίτες ή Οφλήδες, οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν τον ΙΖ’ αιώνα και διατηρούν ακόμη έντονη την Ελληνική τους καταγωγή, έχοντες λανθάνουσα Ελληνική συνείδηση και ομιλούν ακόμη την Ελληνική. Το 1904, αριθμούσαν 120.000 άτομα. Σήμερα, υπολογίζονται σε τετραπλασίους.
ΟΙ ΜΕΣΟΧΑΛΔΗΝΟΙ - Κατοικούν στο βιλαέτι Τραπεζούντος και το 1904 αριθμούσαν 80.000 άτομα. Είναι απόγονοι παναρχαίων Ελλήνων, των Χαλύβδων. Αν και τυπικώς παρουσιάζονται ως μουσουλμάνοι, είναι κατ’ ουσίαν δίθρησκοι. Ήσαν αιρετικοί Χριστιανοί επί Βυζαντίου. Κατεργάζονται τον σίδηρο, ως πεταλουργοί, για αυτό και καλούνται υπό των Τούρκων Ναλτζήδες.
ΟΙ ΣΑΥΝΝΟΙ (ΣΑΝΝΟΙ Ή ΤΣΑΝΝΟΙ) - Πανάρχαιο Ελληνικό φύλο. Ο Ξενοφών, στην Κύρου Ανάβασιν, τους αναφέρει όταν διήλθε δια μέσου της χώρας τους, οδηγώντας τους Μυρίους μετά τη μάχη στα Κούναξα (401 π.Χ.). Μουσουλμάνοι, αλλά διατηρούν στην πίστη τους πολλά στοιχεία της παναρχαίας Ελληνοφρυγικής λατρείας, που θυμίζουν την λατρεία της Μητέρας Γης. Οι Τσάννοι (Τσαννίκ τους καλούν οι Τούρκοι) ήσαν κι αυτοί αιρετικοί, μοντανιστές. Στις αρχές του περασμένου αιώνος, ανήρχοντο σε 303.955 άτομα. Είχαν στενές και φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες Ορθοδόξους του Πόντου.
ΟΙ ΚΟΛΧΟΙ (ΜΙΓΓΡΕΛΟΙ) ΚΑΙ ΟΙ ΑΒΑΣΓΟΙ - Οι Μιγγρελοί είναι απόγονοι των Κόλχων, παναρχαίου Ελληνικού φύλου του Καυκάσου. Δεν είναι αιγυπτιακές καταγωγής, όπως εσφαλμένως θεωρούσαν κάποιοι, στηριζόμενοι στα όσα περί αυτών (περιτετμημένοι, μελαμψοί, ασχολούμενοι με την επεξεργασία του λιναριού) αναφέρει ο Ηρόδοτος. Όμως, πολλοί ανθρωπολόγοι βεβαιούν ότι, είναι Αρίας καταγωγής. Άλλοι δε, ότι είναι απόγονοι των λεγομένων Πρωτοελλήνων του Καυκάσου. Διατηρούσαν μάλιστα, σχέσεις με τους βασιλικούς Οίκους των Περσών.
Οι Αβασγοί ή Αβάσκοι (νυν Αμπχάζιοι) ήσαν γνωστοί κατά την αρχαιότητα και αναφέρονται στα Αργοναυτικά των Ορφικών (754) ως λαός αυτόχθων, κατοικών βορείως της Κολχίδος. Οι αρχαίες παραδόσεις μνημονεύουν παναρχαίους δεσμούς των Κρητών και των Μυκηναίων με τις χώρες της Μαύρης Θαλάσσης και συγκεκριμένως με τα παράλια της Αβασγίας, όπου βρίσκονται οι πόλεις Διοσκουριάς και Πιτυούς (νυν Πιτσούντα όπου και ναός της Παναγίας, του 6 ου αιώνος, κτισθείς υπό του Ιουστινιανού). Κόλχοι και Αβασγοί, αριθμούσαν το 1904, 210.510 άτομα…
ΟΙ ΓΙΟΥΡΟΥΚΟΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ - Κατοικούν στο βιλαέτι της Τραπεζούντος, στην περιφέρεια μεταξύ Πλατάνων και Τριπόλεως. Κατοικούν σε 45 χωριά και ονομάζονται Τσεπνήδες.
ΟΙ ΚΙΡΚΑΣΙΟΙ - Είναι η υπερήφανη φυλή των Τσερκέζων του Καυκάσου, η οποία έχει συνείδηση της φρυγοπελασγικής καταγωγής της. Καυχώνται ότι συνδέονται φυλετικώς προς τους ιστορουμένους Αχαιούς του Καυκάσου και προς τους Κρήτες (τους Σφακιανούς μάλιστα), των οποίων έχουν το ευσταλές και το εύσωμον. Διατηρούν ζωηροτάτη ανάμνηση της καταγωγής τους, καθώς και της Χριστιανικής θρησκείας, σέβονται τον Σταυρό, πιστεύουν στην Παναγία, επικαλούνται τους Αγίους Αποστόλους και γενικώς, τελούν έθιμα χριστιανικά. Στις αρχές του περασμένου αιώνος, οι Κιρκάσιοι του Καυκάσου ανήρχοντο σε 1.500.000 ψυχές και οι ομόφυλοί τους στην Μικρά Ασία, Κουρδιστάν, Αρμενία, Συρία, Μεσοποταμία (Ιράκ) και Θράκη ανήρχοντο σε 700.000 ψυχές. Η γλώσσα τους είναι φρυγοπελασγικής προελεύσεως και παρέμεινε, όπως και η Αλβανική, πρωτόγονη. Η Παναγία, για αυτούς, καλείται και Μέρισσα (Μέλισσα) θεά των Μελισσών, ιερειών του θεού Απόλλωνος, στους Δελφούς, καθώς και των θεαινών Δήμητρος, Αρτέμιδος και Κυβέλης. Κατά την άνοιξη γίνεται εορτή προς τιμήν του θεού Σωσεζές (Σωτήρος Διός ή Ζηνός) καθώς και άλλη προς τιμήν του προστάτου των Χαλύβων Τληέφε (Ηφαίστου). Περί τα τέλη του Οκτωβρίου, γίνεται η εορτή των νεκρών (Ψυχοσάββατον) και η εορτή του Κεραυνού. Επίσης, τιμούν τον θεό του Πολέμου και της Δικαιούνης Σιβλ.
ΟΙ ΙΒΗΡΕΣ - Πρόκειται για τους Γεωργιανούς, οι οποίοι αποκαλούνται υπό του Ηροδότου Σάπειροι. Αρχαιότατο πρωτοελληνικό φύλο. Ίσως απόγονοι των κατοίκων της Ατλαντίδος. Κατά τις αρχές του πεερασμένου αιώνος, οι Γεωργιανοί που κατοικούσαν στην Μικρά Ασία, ανήρχοντο σε 55.000 άτομα…
ΟΙ ΙΣΑΥΡΟΙ (ΑΦΣΑΡΟΙ) - Η Ισαυρία είναι ορεινή χώρα της Μικράς Ασίας και βρίσκεται στα νότια της Λυκαονίας, στο κεντρικό τμήμα της οροσειράς του Ταύρου, κοντά στις πύλες της Κιλικίας. Σήμερα, η περιοχή λέγεται Καραμανία. Οι Ίσαυροι, είναι πανάρχαιο πελασγικό φύλο. Ασχολούνται με τους ίππους και τα όπλα και είναι πολύ φιλόξενοι. Τον περασμένο αιώνα, ήσαν 225.000 ψυχές.
ΟΙ ΓΑΛΛΟΓΡΑΙΚΟΙ - Περί τα τέλη τού 2 ου π.Χ. αιώνος, εγκαθίστανται στην μεταξύ του Σαγγαρίου και του Άλυος χώρα, τα λείψανα της Γαλατικής φυλής των Τεκτοσάγων, οι οποίοι μετά την εισβολή τους στο Ευρωπαϊκό τμήμα της Ελλάδος εισβάλλουν στην Μικρά Ασία και υποχρεώνουν το βασίλειο της Περγάμου να τους πληρώνει βαρύ ετήσιο φόρο. Αντιμετωπίσθηκαν από δύο βασιλείς, που έμειναν στην Ιστορία, με τον τίτλο του Σωτήρος. Τον Άτταλο τον Α’ και τον Αντίοχο τον Α’. Οι Γαλάτες συνετρίβησαν. Όσοι απέμειναν, εγκατεστάθησαν στην περιοχή της Αγκύρας και εξελληνίσθησαν, αναμιχθέντες με το ντόπιο φρυγοελληνικό στοιχείο της χώρας. Σε αυτούς απευθύνθηκε - με Επιστολή του - ο Απόστολος Παύλος. Οι Βυζαντινοί δε, το τμήμα εκείνο της Φρυγίας στο οποίο εγκατεστάθησαν όσοι απέμειναν, το ονόμασαν Γαλλογραικία. Στην Άγκυρα εσώζοντο βυζαντινές εκκλησίες, οι οποίες κατεστράφησαν όμως το 1922. Οι Τούρκοι εξισλάμισαν τους κατοίκους και χρησιμοποίησαν τους Γαλλογραικούς στον κρατικό μηχανισμό τους! Εξακολουθούν να διατηρούν τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους και τα έθιμά τους. Το 1904 αριθμούσαν 95.000 άτομα. Εκτός από την Άγκυρα, κατοικούν και στην περιοχή Κορνιάσπων (Υοσγάτη).
ΟΙ ΛΥΚΙΟΙ - Η Λυκία είναι η χερσόνησος της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, που βρίσκεται έναντι της νήσου Μεγίστης (Καστελλόριζο). Υπήρξε από τα πανάρχαια έτη τμήμα του Ελληνικού Έθνους και κατά την εποχή της ακμής της είχε περί τις 70 πόλεις. Κατά την βυζαντινή περίοδο ανήκε στο θέμα των Κιβυρραωτών. Σπουδαιότερες πόλεις της Λυκίας ήταν η Ξάνθος, αποικία Κρητών (νυν Γκιουνέκ), τα Πάταρα (νυν Γκελεμίς), τα Πίναρα, η Τλως (νυν Δουέρ), τα Μύρα, έδρα του μεγάλου ιεράρχου Αγίου Νικολάου (νυν Ντεμπρί), η Φάσηλις, η Μάκρη (εκ της οποίας η Νέα Μάκρη Αττικής) και αρκετές άλλες. Οι τουρκοφανείς Λύκιοι διατηρούν ήθη και έθιμα της προτέρας χριστιανικής λατρείας, ανήρχοντο δε κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνος σε 95.000 άτομα.
ΟΙ ΓΕΖΙΤΕΣ - Η φυλή αυτή, αρχικώς λάτρευε τον Μίθρα, τον θεό του Ηλίου και κατοικούσε κοντά στην ανατολική όχθη της Κασπίας θαλάσσης. Πιέσθηκε από άλλους, μετανάστευσε νοτιώτερα και ήρθε σε επαφή με Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Το ιερό βιβλίο τους, η «Μουσσαφιρές», απαρτίζεται από δόγματα και πεποιθήσεις, που έχουν ληφθή και εκ των τριών αυτών θρησκειών. Το πνευματικό κέντρο τους, βρίσκεται στο Λαλάς του Ιράκ, οι δε Γεζίτες είναι διεσπαρμένοι στο Ιράκ, την Συρία και την Τουρκία. Κατά τον 18 ο αιώνα, ανήρχοντο συνολικώς σε 250.000 ψυχές. Στην Τουρκία, ζουν στο Κουρδιστάν, συγχέονται δε με τους «Κηζηλμπασήδες». Οι Γεζίτες είναι υπολείμματα αιρέσεως Χριστιανικής διότι όταν προσεύχονται δεν στρέφονται προς την Μέκκα, αλλά προς ανατολάς, κάνουν το σημείο του Σταυρού και εκτελούν τρεις γονυκλισίες. «Βαπτίζουν» τα παιδιά τους και πιστεύουν σε έναν θεό, αλλά ισχυρίζονται ότι εντός αυτού του θεού υπάρχει και δεύτερος που απαρτίζεται εκ του Ταβούς (Σατανάς), του Γεζίτ και του Σεΐχ Χαδή. Είναι ο μόνος μουσουλμανοφανής λαός, ο οποίος ΔΕΝ είναι ελληνικής καταγωγής.
ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ - Η Καππαδοκία είναι μία εκτεταμένη χώρα της Μικράς Ασίας και υπήρξε επί σειρά αιώνων φρούριο και ακρόπολη του Ελληνισμού. Περιλαμβάνει την περιοχή από το κέντρο της εντός του Άλυος χώρας μέχρι του ποταμού Ευφράτου και προς νότον φθάνει μέχρι του Ταύρου και του Αντίταυρου, συμπεριλαμβανομένης και της πόλεως Νίγδης. Γνώρισε μεγάλη ακμή από του 3 ου μέχρι του 5 ου αιώνος, επεξετάθη δε μέχρι του Καυκάσου, της Κριμαίας, της Κολχίδος και της Συρίας. Με τον θάνατο του Μιθριδάτου, κατέστη ρωμαϊκή επαρχία. Εξ αυτής προέρχονται οι μεγαλύτεροι Πατέρες του Χριστιανισμού: Γρηγόριος ο Θαυματουργός ο Νεοκαισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Γρηγόριος ο Νύσσης αδελφός του Βασιλείου. Κυριώτερες πόλεις της Καππαδοκίας τώρα, που ήκμασαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως κέντρα Ελληνισμού ήσαν η Καισάρεια, η Νεάπολις (Νεβ-Σεχήρ), η Νίγδη (έδρα της Μητροπόλεως Ικονίου), η Καρβάλη, η Σεβάστεια, το Ανδρονίκειον και το χωριό Προκόπιον. Οι μουσουλμανοφανείς πληθυσμοί στην Καππαδοκία - απόγονοι εξισλαμισθέντων Ορθοδόξων Χριστιανών - εσέβοντο το φυλασσόμενο σκήνωμα του Αγίου Γρηγορίου στην Καρβάλη μέχριτην ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Τότε, οι Έλληνες που έφυγαν, πήραν μαζί τους το λείψανό του, παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι του χωριού Νένεζι (παραφθορά της αρχαίας πόλεως Ναζιανζού) οι οποίοι παρέμειναν πίσω παρεκάλεσαν να τους το αφήσουν εκεί, για να προστατεύει το χωριό τους! (πηγή: λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια του «ΗΛΙΟΥ» περί Ναζιανζού). Τουρκοφανείς Καππαδόκες είναι και οι Τροκμηνοί ή Τουρκομάνοι που κατοικούν σε περιοχές Τσερκέζων και Αφσάρων. Άλλοι, κατοικούν στην ορεινή περιοχή Καφίρ Καλά (Φρούριο των Απίστων). Τα ήθη, οι παραδόσεις, τα άσματα των τελευταίων (στα οποία περιλαμβάνονται μέχρι και θούρια Αλεξάνδρων (Ισκεντέρ) και Βασιλέων (Κηράλ), ανάμνηση των πολέμων του Ηρακλείου, μαρτυρούν ότι δεν προέρχονται από Τούρκους ή Τουρανούς, αλλά από ένα μεγάλο Έθνος που ανέδειξε μεγάλους στρατηλάτες Βασιλείς. Με ιδιαίτερο σεβασμό ψάλλουν τα κεφάλαια του Κορανίου, που αφορούν τον Μέγα Αλέξανδρο, τους πολέμους κατά των Περσών, τον Ηράκλειο, την Παναγία, τον Χριστό. Το 1904 αριθμούσαν 95.000 άτομα, η δε ονομασία τους Τουρκομάνοι, προέρχεται από τον νομαδικό ή ημινομαδικό τους βίο. Οι Τροκμηνοί, δεν προέρχονται από τους επήλυδες Γαλάτες. Είναι γηγενής πληθυσμός.
ΟΙ ΓΙΟΥΡΟΥΚΟΙ - Προέρχονται εξ Ελληνικών πληθυσμών αναμφισβητήτως και είναι οι απόγονοι των εικονοκλαστών Ελλήνων που απεσπάσθησαν από τους Ορθοδόξους Έλληνες κατά την εποχή της εικονομαχίας. Ανήκουν στην αίρεση των Αστάτων - η λέξη διεσώθη παρεφθαρμένη ως Απτάλ στην Τουρκική και σημαίνει τον περιπλανώμενο αιρετικό, τον άστατο - και είναι μία εκ των σημαντικωτέρων ομάδων μουσουλμανοφανών της Μικράς Ασίας! Διακρίνονται δε, για το άσβεστο μίσος που τρέφουν εναντίον των Τούρκων (βλ. Γ. Κλ. Σκαλιέρη «ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΦΥΛΑΙ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ»). Στο βιλαέτι Σμύρνης, οι Γιουρούκοι κατοικούσαν ανέκαθεν στο σαντζάκι Σμύρνης, στην επαρχία Περγάμου, στην επαρχία Κλανούδας (Κούλων), στην επαρχία Ακρασού (Ασμά ή Εσμέ), στην επαρχία Θυατείρων (Ακ Χισάρ), στα Σώκια, στη Λαοδίκεια (Ντενισλή), στη Μύνδο (Μεντές), στα Μύλασα Καρίας (Μυλάς) και στην περιοχή Γόρδων (Γιορδές). Στη Βιθυνία, οι Γιουρούκοι κατοικούν στη Μεσοθυνία (Αδά - Παζάρ), Τότταιο, Κύβελα (Γκέιμπε) και Κάλπη. Υπάρχουν και σε πολλές άλλες περιοχές, όπως στη Δαρδανίδα (Καλέι Σουλτανιέ), στις Πηγές (Πήγας), στη Νεανδρία (Εζινέ), στην Άσσο, στην Πιονία, στην Αττάλεια, στο Καριέ Ουτμούκ (την «κώμη κελαηδήματος των πτηνών», όπως λέγεται η αρχαία κώμη των Οιάνδων), ακόμη και κοντά στην Άγκυρα, στην Κασταμονή, στην Γάγγρα (Κάγκαρι) και στη Σινώπη. Συναντώνται στη Σεβάστεια, ως Τσεπνήδες, Τεκελήδες και Ταχτατζήδες. Επίσης, στην Κιλικία. Ακόμη και στην Αλεξανδρέττα, στα σύνορα με τη Συρία! Δεν μιλούσαν καλά την τουρκική κατά το παρελθόν. Στις αρχές του περασμένου αιώνος, ανήρχοντο σε 1.291.861 άτομα! Σήμερα, υπολογίζονται σε τετραπλασίους…
ΟΙ ΚΗΖΗΛΜΠΑΣΗΔΕΣ - Ένας από τους σημαντικώτερους μουσουλμανοφανείς λαούς της Μικράς Ασίας. Είναι απόγονοι των Παυλικιανών, Ελλήνων την καταγωγή, που εξεγέρθησαν υπό τον Χαρβέα και τον Χρυσόχειρα, κατά του Βυζαντίου και αφού συνετρίβησαν, κατέφυγαν στον εμίρη της Μελιτηνής, μέχρι που βρήκαν αργότερα την ευκαιρία επανόδου τους στα πάτρια εδάφη. Αυτο - ονομάζοντο Έλληνες Χριστιανοί, ενώ τους Ορθοδόξους τους αποκαλούσαν Ρωμαίους (Ρωμηούς). Πυκνοί οικισμοί τους συναντώνται στη Σεβάστεια. Το όνομά τους, προέρχεται από τον Ερυθρό ποταμό (Κηζήλ Ιρμάκ). Στα 1904, ανήρχοντο σε 384.834 άτομα.
ΠΙΣΙΔΕΣ - ΛΥΚΑΟΝΕΣ - ΠΑΜΦΥΛΟΙ και ΒΙΘΥΝΟΙ ΤΟΥΡΚΟΦΑΝΕΙΣ - Η Πισιδία είναι ορεινή χώρα της κεντροδυτικής Μκράς Ασίας με κυρώτερα κέντρα την Σπάρτη (Ισπάρτα) και το Πολύδωρον (Μπουρδούρ). Πανάρχαιο πελασγικό - ελληνικό - φύλο οι Πισίδες, λαός τραχύς και ορεισίβιος. Το 1904, ήταν 85.000 περίπου. Οι Λυκάονες, κατέχουν το κέντρο της Μικράς Ασίας και κυριώτερη πόλη τους είναι το Ικόνιο. Πανάρχαιο ελληνικό φύλο, όπως και οι Πισίδες. Το 1904, 70.040 άτομα. Η Παμφυλία, βρέχεται από τον κόλπο της Ατταλείας. Οι Έλληνες εκεί και στην Πέργη, ήταν 90.000 άτομα στις αρχές του 20 ου αιώνος. Οι Βιθυνοί τώρα, προήρχοντο από την Βόρειο Ελλάδα και είναι άγνωστο πότε βρέθηκαν στη Μικρά Ασία. Ήταν πάντως από τους τελευταίους Έλληνες που εξισλαμίσθηκαν βιαίως. Προύσα, Κίος, Ελενόπολις, Μουδανιά, Νίκαια, Νικομήδεια, Χαλκηδών, λαμπρά κέντρα του Ελληνισμού της Βιθυνίας. Παρά τις διώξεις τους, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνος 200.000 περίπου Βιθυνών διατηρούσαν σημαντικά στοιχεία της προτέρας χριστιανικής πίστεώς τους, ακόμη και ποιητικά στοιχεία (τραγούδια) χαρακτηριστικές αποδείξεις της ελληνικής καταγωγής τους.
ΖΕΪΜΠΕΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ - Οι Ζεϊμπέκοι είναι εξισλαμισμένοι Θράκες που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους για τις στρατιωτικές ανάγκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατοικούν στο Αϊδίνιο στα όρη του Τμώλου (Μποζ Νταγ) και της Μεσογίδος (Κεστενέ Νταγ). Ανήρχοντο σε 40.000 το έτος 1904. Η ονομασία Ζεϊμπέκοι προέρχεται από το Ζευς και βεκκός που στην φρυγοελληνική διάλεκτο σημαίνει ψωμί. Οι Πομάκοι, προέρχονται κι αυτοί από τη Θράκη. Είναι ευρέως γνωστά τα περί της Ελληνικής καταγωγής τους. Στη Μικρά Ασία, ανήρχοντο σε 85.823 ψυχές τον περασμένο αιώνα.
ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΗΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ - Χαρακτηριστική περίπτωση κρυπτοχριστιανών της Μικράς Ασίας. Η Λάμψακος βρίσκεται επί της ακτής της Προποντίδος. Η Νέα Λάμψακος, στον νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Στην Λάμψακο έζησαν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ο Όσιος Παρθένιος από την Μελιτούπολη, ο οποίος ανεδείχθη σε περίφημο Επίσκοπο. Η μνήμη του εορτάζεται την 7η Φεβρουαρίου. Το ιερό λείψανό του, ετάφη στον Ναό του Παντοκράτορος, τον οποίο έκτισε ο ίδιος. Πρόσφυγες από εκεί, στην περιοχή της Χαλκίδος, έλεγαν ότι πολλοί άρρωστοι επεσκέπτοντο τον τάφο του, τοποθετούσαν τα ενδύματά τους πάνω του και επέστρεφαν υγιείς στις εστίες τους. Έλεγαν μάλιστα για κάποια κρυπτοχριστιανή, η οποία άναβε την κανδήλα του Οσίου. Οι «Τούρκοι» της περιοχής τρέφουν μεγάλο σεβασμό προς τον Όσιο Παρθένιο, για αυτό και συνεχίζουν να θεραπεύονται ασθενείς από αυτόν, ακόμη και σήμερα! Τον αποκαλούν «Σαρί Μπαμπά» (Κίτρινο Πατέρα) εξ αιτίας της ωχρής μορφής που παρουσιάζει η απεικόνισή του.
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΕΣΧΑΤΗ ΓΡΑΜΗ ΑΝΑΣΧΕΣΕΩΣ»
ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ , ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕΡΒΙΣΕΣ , ΕΧΟΥΝ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ !
ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΑΥΤΟ;
Ασχοληθήκαμε ήδη συστηματικώς με μία πλειάδα μουσουλμανοφανών λαών τής Τουρκίας: Λαζοί, Μεσοχαλδηνοί, Σαύννοι, Κόλχοι, Αβασγοί, Γιουρούκοι, Κιρκάσιοι, Ίβηρες, Ίσαυροι, Γαλλογραικοί, Λύκιοι, Γεζίτες, Καππαδόκες, Κηζηλμπασήδες, Πισίδες, Λυκάονες, Πάμφυλοι, Βιθυνοί τουρκοφανείς, Ζεϊμπέκοι, Πομάκοι τής Μικράς Ασίας, κρυπτοχριστιανοί της Λαμψάκου… Εξ όλων αυτών, ΜΟΝΟΝ οι Γεζίτες είναι ΜΗ Ελληνικής καταγωγής!
Έχετε ακούσει για τους Δερβίσες; Αυτοί, υπήρξαν παραφυάς του Ελληνικού χριστιανικού τάγματος των Ικετών Μοναχών. Είναι απόγονοι Νεστοριανών Ελλήνων και άλλων αιρετικών Ελλήνων, επίσης. Το τάγμα των Μεβλεβήδων και το τάγμα των Μπεκτασήδων.
Ο Μεβλανά Τζελαλεδδίν Ρουμ, υπήρξε ένας εκ των ιδρυτών τού τάγματος των Μεβλεβήδων. Περί του Τζελαλεδδίν Ρουμ, δεν είναι γνωστό τίποτε, αλλά είναι βέβαιον ότι η μητέρα του ως και η σύζυγός του, η κυρά - Κατούν, ήσαν Ελληνίδες. Ο Τζελαλεδδίν, μετά τις ήττες των Ελληνικών στρατευμάτων, απέτρεψε απειληθείσα σφαγή Χριστιανών ως εξής: «Κατά τινα Παρασκευήν, ευθύς ως έμαθε την μελετωμένην σφαγήν, μετέβη εις τέμενος (τζαμίον) εν ώ θα ετέλει το προσκύνημα αυτού ο Ηγεμών τής χώρας. Τού Ηγεμόνος ελθόντος και συγκεντρωθέντος πλήθους πιστών, ο πατήρ τού Τζελαλεδδίν ονομαζόμενος Μπεχαρεδδίν, απευθυνόμενος προς την ομήγυριν ηρώτησεν: «Ο Θεός είναι Κύριος όλων ή μόνον των μουσουλμάνων;» Οι παριστάμενοι με μια φωνή απήντησαν: «Κύριος όλων». Τότε ο Μπεχαρεδδίν, στρεφόμενος προς τον Ηγεμόνα, είπε: «Εν τίνι δικαιώματι άρα απεφασίσατε την εξολόθρευσιν των ΜΗ μουσουλμάνων;» Και απετράπη μεν η σφαγή, αλλ’ ηναγκάσθη να φύγη ο Μπεχαρεδδίν, ίνα μη φονευθή υπό τού εξαγριωθέντος Ηγεμόνος. Τόσιν δύναμιν και συμπάθειαν απέκτησεν ο Τζελαλεδδίν εν τω Βασιλείω τού Ικονίου ή των Ελλήνων (Ρουμ), ώστε, ότε ο Σελτζούκος Σουλτάνος Αλαεδδίν Γ’, άτεκνος, απεφάσισε να εκλέξη και υποδείξη προ του θανάτου αυτού τον Διάδοχον τού Θρόνου, οι μεγιστάνες και ο λαός εξ Ελλήνων συγκροτούμενος, εκηρύχθησαν υπέρ τού Τζελαλεδδίν και αυτόν εζήτησαν ως διάδοχον. Αλλ’ ο Σουλτάνος εξέλεξε και υπέδειξε τον Τούρκον φύλαρχον Ερτογρούλ, όστις απέθανε προ τού Σουλτάνου (!) Αλαεδδίν…». (Γεωργίου Κλ. Σκαλιέρη, Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας σ. 137-138).
Ο Μεβλανά - Τζελαλεδδίν είχε αρκετές γνώσεις τής Ελληνικής και στο ποίημά του «Μπουγιούκ ντιβάν» (στην περσική γλώσσα) στο στοιχείο «Σιν» χρησιμοποίησε ελληνικές λέξεις. Απέδιδε υψηλότερη θέση στον «εν Αγίοις Προφήτην Ιησούν» από την απλή θέση τού προφήτου. Κοινή παράδοση - Ελληνική και Τουρκική - που διασώζεται, βεβαιοί ότι οι Μεβλεβήδες είχαν φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες Μοναχούς Χριστιανικής Μονής που ευρίσκετο κοντά στο Μουσουλμανικό Μοναστήρι του Ικονίου!..
Το άλλο τάγμα των Δερβισών, είναι το τάγμα των Μπεκτασήδων. Πρόκειται για την εξέλιξη τής χριστιανικής αιρέσεως των Ευνομιανών (τουρκ. Μπεκτάς = εύνομος, ίσος). Αυτοί, όπως και οι Μεβλεβήδες, είχαν εξαπλωθή στην Κεντρική Μικρά Ασία - την Λυκαονία (Ικόνιο), Γαλλογραικία (Άγκυρα), Πισιδία - και όπως οι Μεβλεβήδες, υπήρξαν φιλικοί προς τους Ορθοδόξους Έλληνες. Στον δήμο των Οχρών (Χατζή Μπεκτάς) ο εκεί τεκές των Μπεκτασήδων ελέγετο ότι ήταν πριν, το αρχαιότατο Μοναστήρι τού Αγίου Χαραλάμπους, ο οποίος κατά τους ντόπιους Ορθοδόξους ήταν το ένα και το αυτό πρόσωπο, με ιδρυτή τού Τάγματος των Δερβισών, Χατζή Μπεκτάς. Οι Μπεκτασήδες εξηγέρθησαν επανειλημμένως κατά των Οθωμανών. Το 1361 εστασίασαν με τους Αχήδες (Σπαχήδες, απογόνους των γηγενών ευπατριδών γαιοκτημόνων, των Ιππέων) καθώς και τα έτη 1607, 1622 και 1651.
Το «θηρίον τής Ηπείρου», ο Αλή Πασάς Τεπελενλής υπήρξε γόνος Δερβίσηδων και υπεστήριξε την εξάπλωση τού Μπεκτασικού Τάγματος. Είναι γνωστός ο σεβασμός που έτρεφε προς τον Εθναπόστολο τού Ελληνισμού, τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον οποίο εφιλοξένησε στην οικία του στο Τεπελένι και εφόνευσε πολλούς για τον απαγχονισμό τού πατρο-Κοσμά τον οποίο - ο Αλή, και αυτό είναι το παράδοξο - ανεκήρυξε Άγιο! Ο Αλή Πασάς έδωσε διαταγή να συλλεγούν τα λείψανα τού ιερομάρτυρος αυτού τού Χριστιανισμού, και τα δώρησε σε Μοναστήρι, το οποίο ιδρύθηκε με δικές του δαπάνες!
Οι Δερβίσες, όπως προαναφέραμε, εξηγέρθησαν επανειλμμένως κατά τής Οθωμανικής κυριαρχίας εν συνεννοήσει και συνεργασία πάντοτε με τους Έλληνες Χριστιανούς Ορθοδόξους. Σπουδαιότατη ήταν η εξέγερση που έγινε κατά τον ΙΕ’ αιώνα, γνωστή υπό το όνομα «Στάσις τού Δεδέ - Σουλτάν», ο οποίος σταυρώθηκε στην Έφεσσο, αφού προηγουμένως είχε κατασταλή η εξέγερση. Άλλη εξέγερση των Δερβισών σημειώθηκε κατά τον ΙΖ’ αιώνα αλλά κι αυτή κατεστάλη μετά από μακρούς αγώνες. Επίσης, εξηγέρθησαν οι Δερβίσες κατά την περίοδο τής βασιλείας τού Αβδούλ Χαμίτ, αφού αντέδρασαν κατά τού Κομιτάτου «Ένωσις και Πρόοδος» το 1909 στην κωνσταντινούπολη και το 1910-1911 στο Ικόνιο και στην Άγκυρα. Αντιστάθηκαν επίσης κατά των Κεμαλικών οι οποίοι θεωρούσαν την Λυκαονία χώρα εχθρική προς τον τουρκισμό και προέβησαν στην κατάργηση των Δερβισικών Ταγμάτων. Οι Δερβίσες, όπως έγραψε ο Χαμδή Βέης, Γενικός Διευθυντής τού Αυτοκρατορικού Μουσείου τής Κωνσταντινουπόλεως (1837) είναι μοναχοί, που εμπνέονται από την διδασκαλία τού Χριστού, από την οποία εμπνέονται και οι Χριστιανοί Μοναχοί, κήρυκες τού δόγματος τής αγάπης.
Να συμπληρώσουμε τέλος, ότι στις πόλεις Αλατζά και Μαμασό τής Καππαδοκίας, εκ τής οποίας κατάγεται ο Άγιος Μάμας, βρέθηκαν Εκκλησίες που εχρησιμοποιούντο και από τους Χριστιανούς και από τους μουσουλμάνους, για θρησκευτικούς σκοπούς. Ακόμη κι ο τεκές τού Νασρεντίν ή Νουσρεντίν στα Ζήλα (Ζήλε) τού Πόντου, ήταν τόπος προσκυνήματος των Ορθοδόξων, οι οποίοι πίστευαν ότι ήταν ο τάφος των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων της Σεβαστείας! Ελέγετο Κηρκλάρ Τεκές (τεκές των 40) και ήταν παλαιός Χριστιανικός Ναός με το ίδιο όνομα…
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΕΣΧΑΤΗ ΓΡΑΜΗ ΑΝΑΣΧΕΣΕΩΣ»
Τουρκία - Ερευνα σχετικά με τις διαφορετικές "ταυτότητες" στη χώρα
Το θέμα, το... «ψάχνουν» κι οι Εβραίοι !
Άγκυρα, Τουρκία 30/09/2009 15:13 (ΑΠΕ-ΜΠΕ του ανταποκριτή μας Α. Αμπατζή)
Τουρκία - Ερευνα σχετικά με τις διαφορετικές "ταυτότητες" στη χώρα
Ενδείξεις για αρνητική αντιμετώπιση των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων από την πλειοψηφία του τουρκικού λαού περιλαμβάνει έρευνα σχετικά με τις διαφορετικές "ταυτότητες" στην Τουρκία που πραγματοποίησε σε όλη τη χώρα το "ίδρυμα εβραϊκής ραββινείας" τής περιοχής Πέρα στην Κωνσταντινούπολη.
Η έρευνα έγινε με βάση δείγμα 1.108 ατόμων.
Οι απαντήσεις που δόθηκαν στην ερώτηση για τον αυτοπροσδιορισμό έχουν ως εξής: πολίτης της Τουρκίας 51%, μουσουλμάνος 19%, Τούρκος 19%, Κούρδος 2%, αλεβής 2%.
Οι όροι Ελληνας, εβραίος, Αρμένιος αφορούν τις μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία, δηλαδή πολίτες της Τουρκίας.
Η εικόνα που προκύπτει από τις απαντήσεις στην ερώτηση "ποιοι από τους παρακάτω υπάρχουν στο περιβάλλον σας", είναι η εξής: Κούρδοι 64%, αλεβίδες 53%, άθεοι 14%, Αρμένιοι 10%, Ελληνες 8%, εβραίοι 7%.
Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία δεν γνωρίζει τίποτα για τους διαφορετικούς. Οι Τούρκοι δεν έχουν γνώσεις για εβραίους (76%), Ελληνες (74%), Αρμένιους (74%), άθεους (73%), αλεβίδες (40%), Κούρδους (30%).
Παρ' όλα αυτά, όμως, οι ερωτηθέντες δηλώνουν ότι δεν θα ήθελαν για γείτονα άθεους (57%), εβραίους (42%), χριστιανούς (35%), ξένους που προέρχονται από ξένες χώρες (18%), Τούρκους μουσουλμάνους από διαφορετική αίρεση (13%).
Ως προς την "πίστη προς το τουρκικό κράτος" οι ερωτηθέντες δήλωσαν τα εξής: αλεβίδες 54%, Κούρδοι 38%, άθεοι 20%, Ελληνες 16%, Αρμένιοι 15%, εβραίοι 15%.
Η πλειοψηφία θεωρεί ότι θα προκαλούσε ενόχληση αν τα μέλη μη μουσουλμανικών μειονοτήτων εργάζονται σε χώρους όπως η ΜΙΤ (υπηρεσία πληροφοριών) 57%, δικαιοσύνη 55%, ασφάλεια 55%, ένοπλες δυνάμεις 55%, υψηλές θέσεις στα πολιτικά κόμματα 51%, δήμοι 46%, επιστημονικά ιδρύματα 44%, υγεία 44%.
Κληθέντες να βαθμολογήσουν από το 0 έως το 10 τους μουσουλμάνους, τους εβραίους και τους χριστιανούς ως προς το αν είναι έμπιστοι, εργατικοί και με σεβασμό προς τον άνθρωπο, οι ερωτηθέντες απάντησαν ως εξής:
-έμπιστοι: μουσουλμάνοι 7,5 -εβραίοι 3,6 -χριστιανοί 3,9
-εργατικοί: μουσουλμάνοι 6,7- εβραίοι 6,8 - χριστιανοί 6,4
-με σεβασμό προς τον άνθρωπο: μουσουλμάνοι 7,6 - εβραίοι 4,7 - χριστιανοί 5,1
Τέλος, από τις απαντήσεις που δόθηκαν σχετικά με τη συμβολή των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων σε διάφορους τομείς, προέκυψε η εξής εικόνα: εμπόριο-επιχειρήσεις 68%, τέχνες-αθλητισμός 64%, επιστήμη-παιδεία 59%, πολιτική 42%.
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ «ΕΣΧΑΤΗ ΓΡΑΜΗ ΑΝΑΣΧΕΣΕΩΣ»
Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010
Οι «Τούρκοι» της Καρύστου
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη επέτειος του νεότερου ελληνισμού είναι η 25η Μαρτίου. Η συμβολική αυτή ημερομηνία παριστά στην πραγματικότητα την έναρξη της ένοπλης διαδικασίας που στόχευε στην πολιτική αποκατάσταση του γένους. Μόνο που χρόνια τώρα, η αναφορά μας στη συγκεκριμένη επέτειο περικλείεται μέσα στο ομοιόμορφο και το αυτονόητο, κάτι που αποτρέπει το στοχασμό για την ίδια την επέτειο, για τα σύμβολα και τους μύθους.
Ο νέος ιστορικός, που καλείται να διερευνήσει τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τον 19ο αιώνα, μέχρι και το τραγικό για μας ? 22, βρίσκεται μπροστά σε ένα πλήθος άγνωστων σημαντικών ζητημάτων - θεωρητικών αλλά και συγκεκριμένων γεγονότων. Θέματα καθοριστικής σημασίας για την τελική μορφή που έλαβε η ελληνική ταυτότητα, η Ελλάδα και ο ελληνικός κόσμος, αλλά και η γεωπολιτική ισορροπία που επικράτησε στην ευρύτερη περιοχή μας, αγνοούνται και εντέχνως απωθούνται. Η σύγχυση μεταξύ εθνικού κράτους και ελληνικού κόσμου είναι πλέον καθολική. Οι οδύνες που προκάλεσε στον ελληνισμό η εποχή του έθνους-κράτους και οδήγησε στον περιορισμό των Ελλήνων στο βαλκανικό νότο, είναι άγνωστες. Η μεγέθυνση του ελληνικού κράτους, επικάλυψε τη σμίκρυνση του ελληνικού κόσμου.
Τα στερεότυπα που διαμορφώθηκαν από τον 19ο αιώνα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες εδραίωσης του μικρού βασιλείου, υποκατέστησαν τη νηφάλια ανάγνωση της ιστορίας. Τους αγωνιστές -που είχαν τη βιωματική σχέση με το παρελθόν, την άμεση εμπειρία των πολλαπλών ρήξεων αλλά και των αντίστοιχων μορφών- η ιστορική έρευνα εκείνης της εποχής επέλεξε να τους αγνοήσει, αναδεικνύοντας τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Ο Καμπούρογλου έγραψε χαρακτηριστικά: «με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος». Και επειδή κανείς πολίτης ή έθνος δεν θέλει να πονά, οι Έλληνες επέλεξαν τη λήθη που φέρνει η ιστορική αυθαιρεσία. Το δυτικό εθνικιστικό μοντέλο που επικράτησε στην απελευθερωμένη Ελλάδα προσέφερε τις απαντήσεις: Όλοι οι Χριστιανοί του νεαρού ελληνικού βασιλείου ήταν Έλληνες, κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων και, κατ? επέκταση, όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν Τούρκοι, κατευθείαν απόγονοι των κεντροασιατών εισβολέων. Το μοντέλο αυτό, βασισμένο στην ξένη προς τον ελληνισμό αντίληψη του αίματος, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την ιδιομορφία της περιοχής μας, όπου η πολιτισμική κατάσταση και ειδικά η θρησκευτική ομολογία, καθόρισε την ένταξη των πολιτών στα υπερκείμενα σύνολα.
Έτσι, εφεξής θα ταυτιζόταν απολύτως το «γένος των Ρωμιών» με το «έθνος των Ελλήνων». Οι εξισλαμισμοί μεγάλου μέρους των Ελλήνων κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς και η είσοδος στον ελληνισμό πλήθους αλλοφώνων ομάδων βάσει της κοινής ορθόδοξης θρησκείας, παρέμεναν «απαγορευμένα θέματα» για την επίσημη ιστοριογραφία. Ένα από τα πλέον άγνωστα θέματα που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821, αφορά τους Τούρκους που κατοικούσαν στις επαναστατημένες περιοχές, τη δική τους αντίληψη των γεγονότων και εν τέλει τη μοίρα τους. Προσπαθώντας να περιπλανηθούμε στα δύσβατα μονοπάτια της ιστορικής γνώσης εκείνων των κρίσιμων χρόνων, θα χρησιμοποιήσουμε την περίπτωση των Τούρκων της Καρύστου.
Οι «Τούρκοι» της Καρύστου
Λίγα χρόνια μετά το 1461 και την κατάληψη της Τραπεζούντας, της πρωτεύουσας της τελευταίας ελληνικής Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών του Πόντου, η ενετοκρατούμενη Εύβοια πέφτει στα χέρια του Πορθητή. Από το 1470 συστάθηκε το Σαντζάκ Εγριπόζ (Νομός Ευρίπου), το οποίο περιελάμβανε επίσης τη Βοιωτία και την Αττική και διοικούνταν από έναν Πασά. Οι Οθωμανοί αντικατέστησαν τους προηγούμενους Λατίνους φεουδάρχες και άσκησαν μεγάλη πίεση κατά του χριστιανικού πληθυσμού. Μόνο τα πιο άγονα χωριά έμειναν στα χέρια των χριστιανών. Την Κάρυστο με το περίφημο ενετικό κάστρο την ονόμαζαν Κιζίλ Χισάρ (Κόκκινη Πόλη), υιοθετώντας της ενετική ονομασία Καστέλο Ρόσο ή Κοκκινόκαστρο, όπως το αποκαλούσαν οι Έλληνες.
Η οθωμανική εποχή και στην Εύβοια, όπως και σε όλο τον οθωμανικό χώρο, χαρακτηρίστηκε από την προσηλυτική δράση των μουσουλμάνων ιεραποστόλων και τη μεγάλη οικονομική και πολιτική καταπίεση των χριστιανών. Ο προσηλυτισμός ευνοήθηκε από την εξουσία, εφόσον ο εξισλαμισμός των γηγενών πληθυσμών μεγάλωνε την κοινωνική βάση των νέων κυριάρχων. Το Κοράνι και η νομοθεσία, που βασίζεται πάνω σε αυτό, εισάγει έναν νέο διαχωρισμό των εθνών: οι πιστοί και οι άπιστοι. Όσοι εξισλαμίζονταν εντάσσονταν αυτόματα στο κυρίαρχο έθνος και γίνονταν «Τούρκοι», δηλαδή μουσουλμάνοι.
Οι πρώτοι εξισλαμισμοί γίνονται μέσω του γνωστού παιδομαζώματος, δηλαδή της υποχρεωτικής επιστράτευσης από τη μικρή ηλικία. Μεγάλο μέρος των γενιτσάρων (που θα πει «Νέοι πιστοί») είναι ελληνικής καταγωγής. Στο σώμα των γενιτσάρων υπάρχουν έντονες τάσεις κρυπτοχριστιανισμού. Ο καθηγητής Ι. Κ. Χασιώτης δημοσίευσε μία από τις εκκλήσεις των Ελλήνων προς τις χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης που στάλθηκε το 1606: «Για βάλτε με το νου σας τι μεγάλη καλοσύνη θέλει γένει σε όλην την χριστιανιτά, πόση σκλαβιά θέλει ελευθερωθεί, χριστιανοί που είναι τη σήμερον εις τα χέρια τους (των Τούρκων), πόσες χιλιάδες Τούρκοι είναι όπου κάμνουν κρυφά χριστιανοί, και τότες θέλουν φανερωθεί τριάντα χιλιάδες γενίτσαροι, που είναι όλοι από χριστιανούς και κρυφά έρχονται στες εκκλησίες και προσκυνούν, και από στανιό τους στέκονται Τούρκοι».
Εξισλαμισμοί του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού στην Εύβοια και ειδικά στην Κάρυστο, εντοπίζονται στα τέλη του 17ου αιώνα. Είναι η εποχή των μαζικών εξισλαμισμών σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι πληθυσμοί αυτοί δημιουργούν το ουσιαστικό κοινωνικό σώμα, που πάνω του βασίστηκε η οθωμανική κυριαρχία. Οι εξισλαμισμένοι ή εξωμότες όπως καταγράφονται, υιοθετούν εξαιρετικά σκληρή συμπεριφορά κατά των χριστιανών. Ειδικά οι μουσουλμάνοι της Καρύστου φημίζονται για τη σκληρότητά τους. Παράλληλα όμως, μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα εμφανίζονται και κρυπτοχριστιανοί, τους οποίους αποκαλούσαν σκωπτικά «Σαμπάνηδες» ή «Μουρτάτες».
Την εποχή της Επανάστασης του ?21, στην Εύβοια κατοικούσαν 50.000 κάτοικοι. Απ? αυτούς, το ένα πέμπτο ήταν μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι έμεναν στην Χαλκίδα, όπου κατοικούσαν 1.500 ντόπιες μουσουλμανικές οικογένειες, άλλες 600 μουσουλμανικές που προέρχονταν από περιοχές εκτός Εύβοιας και αφορούσαν κυρίως τη στρατιωτική και διοικητική διάρθρωση. Στη Χαλκίδα ζούσαν και 200 περίπου χριστιανικές οικογένειες. Φαίνεται ότι γλωσσικά οι μουσουλμάνοι ήταν ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι. Αντίστοιχη κατάσταση επικρατούσε και στη χριστιανική κοινότητα.
Στην Κάρυστο κατοικούσαν 400 μουσουλμανικές οικογένειες στο Κάστρο, ενώ οι χριστιανοί έμεναν στις έξω περιοχές. Ο Ομέρ μπέης, τελευταίος διοικητής της Καρύστου που θεωρούνταν δίκαιος και η πολιτική του ανακούφισε το χριστιανικό πληθυσμό, ήταν γνώστης και της αλβανικής γλώσσας. Οι «Τούρκοι» πολεμιστές της περιφέρειας της Καρύστου, χίλιοι περίπου, ήταν όλοι ντόπιοι και θεωρούνταν εκλεκτοί και ικανοί για τακτικό και άτακτο πόλεμο. Ελάχιστοι από αυτούς μιλούσαν τα τουρκικά. Ένας από τους αξιωματικούς του καρυστινού τουρκικού σώματος που συγκρούστηκε σκληρά με τους χριστιανούς επαναστάτες το 1821 ήταν ο Μαχμούτ Ξυνός. Την τρίτη χρονιά της επανάστασης, στην Εύβοια αποβιβάστηκε ο Χοσρέφ Πασάς με δέκα χιλιάδες γενίτσαρους, δηλαδή εξισλαμισμένους χριστιανούς, με στόχο την καταστολή της Επανάστασης. Απ? ό,τι φαίνεται, ελάχιστοι πραγματικοί εθνικά Τούρκοι πήραν μέρος στις συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων.
Το 1826 η Επανάσταση έσβησε στην Εύβοια μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου. Ο Ομέρ της Καρύστου, ο οποίος είχε προβιβαστεί από το 1823 σε γενικό διοικητή της Εύβοιας με τον τίτλο Εγριμπόζ Βαλεσί, ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος. Τελικά όμως, με βάση το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) η Εύβοια συμπεριελήφθη στα εδάφη που θα απάρτιζαν το νέο ελληνικό κράτος. Όμως η παράδοση του νησιού στην Ελλάδα έγινε τρία χρόνια αργότερα, εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας του νέου κράτους που αδυνατούσε να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες μουσουλμάνους. Στις 11 Απριλίου 1833 ο ελληνικός στρατός παρέλαβε τα κλειδιά του κάστρου της Καρύστου από τον Ισμαήλ, γιο του φρούραρχου. Αμέσως άρχισαν οι προετοιμασίες των μουσουλμάνων για αναχώρηση, αν και μερικοί απ? αυτούς είχαν εγκαταλείψει νωρίτερα τα σπίτια από το φόβο των αντεκδικήσεων. Οι περισσότεροι από τους μουσουλμάνους της Εύβοιας πούλησαν τα κτήματά τους σε χριστιανούς και αναχώρησαν για τη Θεσσαλία ή τη Μακεδονία που ακόμη βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Το μεγαλύτερο μέρος των Καρυστινών «Τούρκων» πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Ιωνία, στη χερσόνησο της Ερυθραίας (Τσεσμές), «στ? Αλάτσατα, το κάτου Σιβριτσάρι» (Σιβρί Χισάρ). Οι Καρυστινοί παρέμειναν σχεδόν μέχρι το ? 22 ως διακριτή ομάδα μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα της Ιωνίας, μιλώντας το χαρακτηριστικό τους καρυστινό ιδίωμα.
Ο θρήνος των «Τούρκων»
Ο θρήνος των «Τούρκων» της Καρύστου για τη μοίρα τους διασώθηκε και δημοσιεύθηκε το 1947 από τον Δ.Κ. Χατζηκωνσταντή. Ο θρήνος είναι εξαιρετικά σημαντικός γιατί είναι στα ελληνικά, στο ιδιαίτερο καρυστινό ιδίωμα. Αυτό σημαίνει ότι οι μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στο Κάστρο της Καρύστου ήταν ελληνόφωνοι. Επιπλέον, αναδεικνύει την αντίληψη που είχε η άλλη πλευρά για τη δική μας πετυχημένη Επανάσταση. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την αντίληψη οι ίδιοι ήταν ντόπιοι, ήταν Καρυστινοί. Η παράδοση της Εύβοιας στην Ελλάδα αποτελούσε πράξη προδοσίας. Η ίδια η Ελλάδα δεν αναφέρεται καθόλου, αντιθέτως θεωρούν ότι η Εύβοια εγκαταλείφθηκε στους Φράγκους και στους Ρώσους, με τους οποίους συνδέεται άμεσα η ρωμιοσύνη. Στο θρήνο φαίνεται και το αρνητικό εθνικό στερεότυπο. Αυτός που φέρνει την είδηση της παράδοσης δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Τάταρο. Έτσι αποκαλούσαν, σχεδόν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όλους τους αυθεντικούς τουρκογενείς στο χώρο της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου. Ο θρήνος έχει ως εξής:
Κατακαημένη Κάρυστο με τα κρύα τα νερά σου,
φύγαν τα παληκάρια σου τσε καίγεται η καρδιά σου.
Κατακαημένη Κάρυστο, πούσουν μισό Μισίρι,
τσε τώρα εκατάντησες να γίνεις Ρωμιοσύνη.
Που σ' έτρεμε μια Έγριπο, μια ζηλεμέν' Αθήνα
τσε τώρα σ' εδώσανε στο Φράγκο, στη Ρουσία.
Νάταν ο κάμπος θάλασσα, τσε τα βουνά ποτάμια,
να πνίγανε τον Τάταρο που 'φερε το χαμπέρι,
να φύγουν οι Καρυστινοί τούτο το καλοτσαίρι.
Ομέρ Πασάς που τ' άκουσε, μηνάει ένα χαμπέρι,
του μπέη μας του μήνυσε τσε του στραβιντζιντάρη.
Όντας αποδιαβάσανε το μαύρο το φερμάνι,
μικροί, μεγάλοι κλαίανε, τσ' οι δυο μας ζαμπιτάδες,
τρέχουν τσε παν τα μάτια τους ωσάν τις αργαστάρες.
Δεν κλαίμε μεις τον τόπο μας, στο Φράγκο π' απομένει,
μον' κλαίμε το κρύο νερό που 'μαστε μαθημένοι.
Τσε τον Μπεκήρ αγά πελάει στη Σμύρνη για καράβια,
στο μπούρτσι μας τ' άραξε τα δώδεκα καράβια,
Καρυστινοί που τα 'δανε, τριτσάνα τους τινάζει
μπαρκάραν οι Καρυστινοί και πήγαν στο μπογάζι.
Πήγανε στο Βενέτικο, τσε μια μπουνάτσα πιάνει.
τσε πήγανε στ' Αλάτσατα, το κάτου Σιβρισάρι.
Αλλά, Αλλάχ, βρε βασιλιά, που θα σε πάη το κρίμα,
που χώρισες αντρόγενα, παιδιά απ' τα σκαφίδια.
Σεμπέτι όποιος γένηκε να δώσ' το Γριπονήσι,
όποιος ριτζάλι το' καμε, σαν σκύλος να βαβίσει.
ΠΗΓΗ: εφημερίδα “Καθημερινή” της Κυριακής, 25 Μαρτίου 2001
Ο ελληνισμός του Καυκάσου
Για την εφημερίδα “Κόκκινος Καπνάς” - Η εφημερίδα αυτή εκδιδόταν στο σοβιετικό Καύκασο κατά το Μεσοπόλεμο.
Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις η μελέτη του Βλάση Αγτζίδη με τίτλο: «Η εφημερίδα ‘Κόκινος Καπνας’ και ο ελληνισμός του Καυκάσου (1932-1937)».
Είναι ένα από τα λίγα τεκμήρια ενός μοναδικού ιστορικού πειράματος που διασώθηκαν. Σχετίζεται με τη διαμόρφωση του σημαντικού σοβιετικού ελληνισμού, πλήρως αυτονομημένου από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της “μητέρας-πατρίδας”. Ενός ελληνισμού που συγκροτήθηκε τότε σ’ ένα ιδιαίτερο ελληνικό κέντρο, απέκτησε εσωτερική ζωή και ενδιαφέρουσες δομές, υπήρξε το καταφύγιο και το αποκούμπι των κυνηγημένων αριστερών από την “αστική Ελλάδα”, συνομίλησε ισότιμα με το σοβιετικό περιβάλλον, υλοποίησε τις πλέον προχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού (που σήμερα μας παραξενεύουν αρκετά).
Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) ήταν ένα επίσημο σοβιετικό ελληνικό έντυπο του μεσοπολέμου. Εξέφρασε τη συνάντηση των σοβιετικών αντιλήψεων για την κοινωνία και τον πολιτισμό με τις ριζοσπαστικότερες ελληνικές θέσεις. Στις σελίδες του αποτυπώνεται ένας ελληνικός καθεστωτικός κομμουνιστικός λόγος. Οι νέοι κώδικες που εισήχθησαν στη σοβιετική κοινωνία είναι παρόντες στην εφημερίδα, δίνοντας μια μοναδική ευκαιρία αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών ελέγχου και των μεθόδων που είχαν εφευρεθεί για να εξυπηρετήσουν την ανάγκη του βίαιου μετασχηματισμού.
(Προλετάριοι Όλου του Κόσμου Ενωθείτε)
Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος, ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία. Ακολουθώντας τους σοβιετικούς δημοσιογραφικούς κανόνες χρησιμοποιούσε τη φωνητική γραφή παραμένοντας πιστός στις δημοτικιστικές απόψεις.
Τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες για τις ελληνικές κοινότητες που δίνει η εφημερίδα έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της γνώσης μας για τον τρόπο προσαρμογής τους στο κομμουνιστικό περιβάλλον και ειδικότερα στις νέες οικονομικές δομές που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης. Κατανοούμε με σαφήνεια ότι το ελληνικό στοιχείο της Σοβιετικής Ένωσης συμμετείχε σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου και βίωσε με τον πιο δραματικό τρόπο τις εγγενείς αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος. Ανέπτυξε επί πλέον στο νέο περιβάλλον την επιτρεπτή για τη σοβιετική εξουσία προβληματική για τον πολιτισμό και διατύπωσε πολιτικά αιτήματα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ιδιόμορφου ελληνικού σοβιετικού λόγου.
Η τελική καταστροφή του από το σταλινισμό, η εξόντωση του μεγαλύτερου μέρους της διανόησης και η αποσάρθρωση της κοινωνικής του δομής με τη μαζική μετατόπιση του ελληνικού στοιχείου του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία, εξαφάνισαν τα περισσότερα ίχνη του σοβιετικού ελληνικού πολιτισμού του μεσοπολέμου.
Στη συνέχεια παρατίθενται οι Πρόλογοι του Σεραφείμ Φυντανίδη και του Γιάγκου Ανδρεάδη:
Πρόλογος Σεραφείμ Φυντανίδη
Ερευνώντας τα ίχνη ενός χαμένου Ελληνισμού, άγνωστου στους άλλους Έλληνες, ο Βλάσης Αγτζίδης έφτασε κάποτε στη μακρινή - όχι τόσο γεωγραφικά, όσο γνωστικά - περιοχή του Καυκάσου. Και ανακάλυψε κάτι πολύ σπάνιο: Μια εφημερίδα που έβγαινε στα ελληνικά από Έλληνες, ώσπου την “πήραν μπάλα” οι σταλινικές εκκαθαρίσεις του τέλους της δεκαετίας του ’30. Αυτοί που είχαν την ευθύνη της εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν στα βάθη της Σιβηρίας και το τυπογραφείο τους ρίχθηκε στα βάθη της Μαύρης Θάλασσας.
Το έγκλημά της; Ήταν μια εθνοτική εφημερίδα. Και μολονότι οι εκδότες της ήταν γνήσιοι κομμουνιστές, θεωρηθηκαν προδότες του σοσιαλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Βλάσης Αγτζίδης ανακάλυψε πριν από αρκετά χρόνια στο Σοχούμι το κρυμμένο αρχείο αυτής της σπάνιας εφημερίδας: Κόκινος Καπνας ο τίτλος της, δηλαδή καπνεργάτης, ο οποίος παρουσιάζει μια ορθογραφικη πρωτοτυπία. Έχει καταργήσει όλα τα φωνήεντα και τα διπλά σύμφωνα, έχει κρατήσει μόνο το “ι”, το “ο” και το “ς”, χρησιμοποιεί το “υ” στη θέση του “ου”. Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή του άκρατου δημοτικισμού, που πρέσβευαν τότε οι κομμουνιστές του 20γράμματου αλφάβητου.
Φυσικά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρθρογραφία του Κόκινυ Καπνα (Κόκκινου Καπνά) και πολλά ιστορικά συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει ο ερευνητής, εφόσον πρόκειται για ένα μεγάλης σημασίας πείραμα που πραγματοποιήθηκε μόνον εκεί. Γιατί, στις ελληνικές κοινότητες της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης έγινε κάτι που δε ζήσαμε στην “αστική” Ελλάδα: την απόλυτη κυριαρχία των Ελλήνων κομμουνιστών……..
Ενδιαφέρον έχει επίσης και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάσωση της εφημερίδας, τον Αύγουστο του 1991, τις ημέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος των αμετανόητων γραφειοκρατών. Όπως μας πληροφόρησε ο συγγραφέας, η φωτογράφιση με μικροφίλμς των φύλλων της εφημερίδας άρχισε την ημέρα που εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ο άμεσος απόηχος των εξελίξεων στον Καύκασο ήταν η αναθάρρηση των ασφαλιτών και των στρατιωτικών, πράγμα που απείλησε το εγχείρημα με ματαίωση. Όμως η αποτυχία του πραξικοπήματος σε σύντομο χρόνο λόγω της στάσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επέτρεψε τη ολοκλήρωση της μικροφωτογράφισης.
Η ειρωνία -με την οποία η Ιστορία βλέπει πολλές φορές τα ανθρώπινα δρώμενα- ήταν ότι λίγα χρόνια μετά, το πρωτότυπο σώμα, το μοναδικό που υπήρχε σ’ όλο το σοβιετικό Καύκασο, καταστράφηκε. Ο φοβερός πόλεμος μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων την περίοδο 1992-1993 δεν είχε μόνο ανθρώπινα θύματα. Δεν χάθηκαν μόνο χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και διακόσιοι ομογενείς μας, αλλά καταστράφηκε και η ιστορική μνήμη της περιοχής. Η αυθαιρεσία των παρακρατικών ομάδων που κυριαρχούσαν στο Σοχούμι -την αρχαία ελληνική Διοσκουριάδα- κατά την περίοδο της πολιορκίας του από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων, οδήγησε στη συνειδητή πυρπόληση του Ιστορικού Αρχείου της πόλης. Έτσι, στη μετασοβιετική εποχή ολοκληρώθηκε το έγκλημα που είχε ξεκινήσει κατά την περίοδο του σταλινισμού. Μαζί με την ανθούσα ελληνική κοινότητα, καταστράφηκε και η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, αδιάψευστο τεκμήριο της μεγάλης ελληνικής αναγέννησης του μεσοπολέμου και των πρωτοποριακών πειραματισμών.
Σερ. Φυντανίδης
τ. Διευθυντής της Ελευθεροτυπίας
και της Κυριακάτικης Ε.
Πρόλογος Γιάγκου Ανδρεάδη
Και γι’ αυτούς της θυσίας ο καπνός: Το έπος και το δράμα των ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου.
Το βιβλίο που ακολουθεί είναι από τα κείμενα που κανείς τα διαβάζει με σπαραγμό. Όχι τυχαία ο συγγραφέας του, ο μαθηματικός και ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, έχει γράψει σε άλλο κείμενό του ότι η ιστορία του ελληνισμού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως και η ιστορία του ελληνισμού της Κύπρου απωθείται είτε διεκπεραιώνεται με καθησυχαστικά στερεότυπα από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με τραυματικές, αιμάσσουσες μνήμες και ακόμη με γεγονότα που ακόμη και η απλή τους εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας και την βαθιά ανασκευή των εργαλείων της σκέψης μας, αν όχι και των συντεχνιακών ισορροπιών που προώθούνται υπό το προσωπείο της επιστημονικής αντικειμενικότητας.
Ποιά είναι η ιστορία του “Κόκκινου Καπνά” που φέρνει στο φως ο συγγραφέας; Πρόκειται για την ιστορία ενός εντύπου που εκδίδεται από έλληνες κομμουνιστές των ποντιακών περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης σχεδόν αμέσως μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων και μέχρι τα κύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1936 και του 1938 που έδωσαν τα πρώτα μαζικά πλήγματα στον ελληνισμό που ζούσε για χιλιετίες στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Ο Αγτζίδης εντόπισε το αρχείο της εφημερίδας, προχώρησε πρώτα στην φωτοτύπησή του και στη συνέχεια, το διέσωσε και το μετέφερε με την μορφή μικροφίλμ στην Ελλάδα.
Πράξη διπλά ευεργετική, αφού, εκτός από το υλικό που προσφέρεται πια στην ελληνική έρευνα, τα μικροφίλμ αυτά αποτελούν δυστυχώς και την μόνη μορφή στην οποία σώζονται τα ντοκουμέντα αυτά που προσφέρουν μια ακόμη σημαντική πτυχή του έπους και του δράματος των Ελλήνων του Πόντου. Και τούτο διότι, μετά το 1989, στη διάρκεια των ταραχών που σημάδεψαν τους επιθανάτιους σπασμούς του σοβιετικού καθεστώτος, το σώμα των εφημερίδων του “Κόκκινου Καπνά” έγινε παρανάλωμα του πυρός. Το βιβλίο λοιπόν και τα μικροφίμ, στοιχειοθετούν την πράξη μιας δραματικής επιστροφής, ενός επώδυνου νόστου, παράλληλου με την μοίρα των ελλήνων των περιοχών αυτών, οι οποίοι στα τέλη του 20ου αιώνα γνώρισαν ένα ύστατο ξεριζωμό που τους έφερε ναυαγούς στις συχνά άξενες όχθες της μητέρας πατρίδας.
Ο νόστος αυτός, επιθυμητός για άλλους Ποντίους συντοπίτες τους μοιάζει ωστόσο πως δεν ήταν καθόλου μέσα στους συνειδητούς στόχους της εκδοτικής ομάδας του “Κόκκινου Καπνά”. Οι άνθρωποι αυτοί που σχεδόν όλοι τους τέλειωσαν τον βίο τους στο εκτελεστικό απόσπασμα είτε στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με την κατηγορία του τροτσκιστή είτε κάποια άλλη ανάλογη συκοφαντία, αποδεικνύονται, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας, απόλυτα πιστοί μπολσεβίκοι, φανατικοί υποστηρικτές πρώτα του Λένιν και μετά του Στάλιν, που διέταξε την εξόντωσή τους. Αυτό για το οποίο αγωνίζονται λοιπόν είναι να παραμείνουν στις προαιώνιες εστίες τους σαν υποδειγματικοί σοβιετικοί πολίτες, πρωτοπόροι στον αγώνα για την οικοδόμηση της σοβιετικής κοινωνίας.
Κανένα ίσως στοιχείο δεν αποτυπώνει την κυριολεκτικά απόλυτη και ενδεχομένως τυφλή πίστη των ανθρώπων αυτών στο σοβιετικό καθεστώς και στον σταλινισμό, όσο οι απόψεις που η εφημερίδα εκφράζει για τα διεθνή ζητήματα και οι επαφές που διατηρεί με άλλα έντυπα. Το τουρκικό καθεστώς του Κεμάλ θεωρείται, σε πλήρη αρμονία με την επίσημη σοβιετική εξωτερική πολιτική, απόλυτα φιλικό. Το ελληνικό καθεστώς είναι, από την πλευρά του, αστικοτσιφλικάδικο και μοναρχοφασιστικό και οι όποιες σχέσεις με τα επίσημα όργανα, τους θεσμούς, τα σύμβολα και την ρητορική της “μητέρας πατρίδας” αντιμετωπίζονται με εχθρότητα και ειρωνεία. Ανάλογες είναι και η σχέσεις του “Καπνά” με τα έντυπα του εξωτερικού.
Συνομιλητές του είναι μόνον οι κομμουνιστικές εκδόσεις “Ριζοσπάστης” της Ελλάδας και “Εμπρός” της Αμερικής, ενώ όλος ο άλλος Τύπος δεν είναι παρά εκφραστής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και τυρανίας. Ας μην λησμονούμε ότι η ίδια η έκδοση της εφημερίδας και γενικά η απόλυτη κυριαρχία του κομμουνιστικού Τύπου στην χώρα είναι η συνέπεια και η συνέχεια της κατάργησης από τον Λένιν κάθε μη μπολσεβίκικου εντύπου ως οργάνου των εκμεταλλευτών. Τέλος, αντίστοιχες, και απόλυτα σύμφωνες με την επίσημη κομματική γραμμή, είναι και οι αντικληρικές και αντιθρησκευτικές θέσεις που εκφράζει η εφημερίδα.
Είναι σήμερα εύκολο, όσο και αντιιστορικό, να κρίνουμε και να καταδικάσουμε τέτοιες θέσεις.
Και για μας της θυσίας ΙΙ
Με μια πρόχειρη, εξωτερική και οπωσδήποτε άδικη ματιά, οι θέσεις των υπευθύνων του «Κόκκινου Καπνά» εμφανίζονται απλώς ως κάθετη άρνηση της αναφοράς στο εθνικό κέντρο -και άρα σε ένα βαθμό της ρίζας και της ταυτότητάς τους- σαν ρήξη με την θρησκεία τους και διαστρέβλωση της γλώσσας τους. Μια τέτοια αποτίμηση ωστόσο είναι αντιιστορική. Η θέση των υπευθύνων του Καπνά, πέρα από την δεδομένη τους ένθερμη αποδοχή της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας, εκφράζει και μια θεμελιώδη απόφασή τους: να ζήσουν στα πανάρχαια εδάφη του ποντιακού ελληνισμού, σαν ενεργά και μάλιστα πρωτοπόρα μέλη της σοβιετικής κοινωνίας. Όλες σχεδόν οι άλλες θέσεις στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, η πλήρης εναρμόνιση με την σοβιετική εξωτερική πολιτική και άρα οι ένθερμη κατάφαση του κεμαλισμού, η αθεΐα, οι επιθέσεις κατά των κουλάκων με και χωρίς εισαγωγικά, μοιάζουν να μην είναι τίποτε άλλο παρά υποχρεωτικές συνέπειες αυτής τους της βασικής τοποθέτησης.
Τα πράγματα είναι όμως μάλλον πιο σύνθετα και η άποψη αυτή μπορεί να στηριχτεί και στο ότι πολλά από τα κείμενα που μας έρχονται από ανθρώπους που ζούσαν και έγραφαν επί σοβιετικού καθεστώτος πρέπει να διαβάζονται σαν να ήταν γραμμένα με κώδικα, καθώς οι άνθρωποι εκφραζόταν υπό την απειλή της σιδηράς πυγμής του καθεστώτος, ακόμα και αν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του. Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η εφημερίδα και τα άρθρα της για την γλώσσα και τον πολιτισμό προσφέρουν πιστεύω μια κωδική μήτρα για να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό.
Τα κείμενα της εφημερίδας είναι γραμμένα με μια απλοποιημένη γραφή που αποδίδει ακουστικά την γλώσσα και ακολουθεί το μονοτονικό σύστημα που καταλήγει συχνά ατονικό. Γλώσσα είναι η δημοτική με κάποιες παραχωρήσεις τόσο στην ποντιακή διάλεκτο, όσο και στην τρέχουσα σοβιετική ορολογία διατυπωμένη σα ρωσικά. Το πρώτο που έχει κανείς να κατανοήσει είναι η αντικειμενική δυσκολία που έχει για να επικοινωνήσει στην κοινή δημοτική, οπωσδήποτε επηρεασμένη από τις θέσεις του μαχόμενου δημοτικισμού, ένας πληθυσμός που έχει για μητρικό γλωσσικό εργαλείο την διάλεκτο και κάποιες φορές τα τουρκικά. Το δεύτερο ότι από την στιγμή που η διαμάχη των Ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου ανάμεσα στους οπαδούς της δημοτικής και αυτούς της διαλέκτου λύνεται υπέρ των πρώτων, έχει διασφαλιστεί ένα μεγάλο κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας και το γίγνεσθαι το εθνικού κέντρου, φιλτραρισμένο έστω σε μεγάλο βαθμό μέσα από την κομμουνιστική οπτική του Ριζοσπάστη. Αξίζει να προσεχτεί ότι οι υπεύθυνοι του Κόκκινου Καπνά αγωνίζονται μαχητικά και με επιτυχία για την διάδοση της εφημερίδας και δεν διστάζουν να συγκρουστούν με κομματικά όργανα όταν αυτά την υποκαθιστούν σε κάποια ελληνικά χωριά με ρωσικά ή άλλα έντυπα.
Η καθιέρωση της ελληνικής έχει φυσικά μια καίρια επίδραση και στο περιεχόμενο της παιδείας, όπως αυτό μας αποκαλύπτεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που δημοσιεύονται. Τα κείμενα αναφοράς που συναντάμε περιλαμβάνουν για παράδειγμα και κείμενα του Παπαδιαμάντη, που θα περίμενε κανείς να έχει αποκλειστεί για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη γλώσσα του, ενώ οι κεντρικές θεατρικές σκηνές ανεβάζουν ακόμη και Αντιγόνη και Οιδίποδα τύραννο. Αυτό που με δυο λόγια συμβαίνει είναι ότι η καθιέρωση της δημοτικής τόσο στον Καπνά όσο και στην εκπαίδευση επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα σώμα παιδείας και πολιτισμού που σε ένα μόνο βαθμό μπορεί να διεκδικήσει ταξικό χαρακτήρα και που, έστω και αν δεν το διαδηλώνει, αποτελεί οπωσδήποτε ένα ισχυρό δεσμό των κομματιών του ποντιακού ελληνισμού μεταξύ τους αλλά και με το εθνικό κέντρο.
Με την έννοια αυτή μπορούμε να ξαναδούμε και την συκοφαντική καταγγελία περί εθνικισμού που οδήγησε στην εξόντωση των ελλήνων αυτών κομμουνιστών από τον σταλινισμό. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έκαναν την παραμικρή διασπαστική κίνηση εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης στην οποία ήταν απόλυτα πιστοί. Από την άλλη όμως πλευρά, σεβόμενοι απόλυτα τα πλαίσια της σοβιετικής νομιμότητας, προσπάθησαν, με τους τρόπους και με τα μέσα που επέλεξαν και που τους ήταν επιτρεπτά, να περιφρουρήσουν και να αναπτύξουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα στο βαθμό που, σε αρμονία με τα γενικά μαρξιστικα- λενινιστικά πιστεύω, να προσβλέπουν στην δημιουργία μιας αυτόνομης ελληνικής περιοχής. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανώς αρκετό για να θεωρηθούν από τον Στάλιν εχθροί του σοσιαλισμού και να αντιμετωπίσουν τον θάνατο στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα γκούλαγκ. Μπορεί κανείς, ξεφεύγοντας από την αυστηρότητα της επιστημονικής διαπραγμάτευσης, να αναλογιστεί πώς θα ένοιωσαν οι ατσάλινοι εκείνοι αγωνιστές μπροστά στα δικαστήρια των συντρόφων τους που τους ζητούσαν να παραδεχτούν ότι ήταν προδότες των αγώνων για τους οποίους είχαν προσφέρει τα πάντα. Άραγε να αρνήθηκαν με αγανάκτηση τα πάντα, να έμειναν σιωπηλοί με το κεφάλι σκυφτό ή μήπως, όπως συνέβη με τους μπολσεβίκους αρχηγούς στις δίκες της Μόσχας του 36 και του 38 να αναγκάστηκαν να παραδεχτούν συνωμοσίες και προδοσίες που ούτε καν είχαν ποτέ διανοηθεί;
Το δράμα και εποποιία των Ελλήνων του Πόντου δεν περιορίζεται βέβαια στην ομάδα του Κόκκινου Καπνά και στους συνεπείς κομμουνιστές που αποτελούν το κοινό και το σημείο θετικής αναφοράς του. Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας, μέσα από τις πολεμικές , τις καταγγελίες και τις αναφορές σε καταδίκες διαφόρων που έχουν- υποτίθεται πάντοτε δίκαια- κριθεί ένοχοι απέναντι στην σοβιετική νομιμότητα, διαφαίνεται σε ένα βαθμό και το δράμα των άλλων. Εκείνων για παράδειγμα που έχουν φτάσει στον ρωσικό Πόντο μετά τους τουρκικούς διωγμούς του 1918 και που όχι μόνο δεν συμμερίζονται το υμνολόγιο για τον Κεμάλ, αλλά διατηρούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, πρωταρχικά της θρησκευτικής, και προσβλέπουν στον διάλογο με το εθνικό κέντρο και πολλές φορές στο νόστο.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι όχι μόνο για την ελληνική ιστοριογραφία, αλλά και για το κράτος και για την κοινή γνώμη της Ελλάδας ο Ποντιακός ελληνισμός υπήρξε μια ακόμη αγνοούμενη ήπειρος, όπως συμβαίνει επίσης, με διαφορετικό έστω τρόπο με τον ελληνισμό των Ηνωμένων πολιτειών, στον οποίο , ενώ το αγνοούμε, προστρέχουμε σε κάθε αναποδιά και επίσης με τον ελληνισμό της Κύπρου, αλλά και με άλλες περιπτώσεις. Ο λόγος είναι πιστεύω μια κρατιστική αντίληψη των εθνικών όπως και των κοινωνικών θεμάτων, η οποία , εννοείται, αποδυναμώνει σε καθοριστικό βαθμό το κράτος προκαλώντας μια βαθιά ζημία που βέβαια δεν μπορεί να επουλωθεί από τα τετριμμένα στερεότυπα περί απόδημων. Στα θεμέλια της αντίληψης αυτής βρίσκεται, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, η αδυναμία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής ιθύνουσας τάξης να ενσωματώσει στην σχεδίαση της πολιτικής της οτιδήποτε ξεφεύγει από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας και κατ’ εξοχήν την πολιτιστική παράμετρο, η οποία μπορεί και πρέπει να λειτουργεί, ακόμη ή κυρίως όταν όσοι συνεχίζουν να μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού είναι με την θ’ελησή τους ενσωματωμένοι σε άλλες κρατικές οντότητες.
Στην περίπτωση της υποβάθμισης και της αγνόησης του δράματος των Ελλήνων του Πόντου νομίζω ότι λειτούργησε και μια άλλη διάσταση. Το δέος που δημιουργούσε επί πολλά χρόνια στους φίλους και στους εχθρούς της, αλλά και στον μέσο δημοκρατικό άνθρωπο η Σοβιετική Ένωση. Το δέος αυτό δεν είχε να κάνει μόνον με τους έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι, μέχρι τουλάχιστον την ρήξη ΕΣΣΔ- Κίνας και την ανάδυση του ευρωκομμουνισμού θεωρούνταν η αναμφισβήτητη πατρίδα της κομμουνιστικής επανάστασης ή όπως ειπώθηκε σε πιο θεωρητική γλώσσα το μοναδικό “κέντρο αναφοράς”. Για την μεγάλη κεντρώα και κεντροαριστερή παράταξη, που έβλεπε με δυσπιστία τις προθέσεις των Δυτικών συμμάχων απέναντι στην χώρα η ΕΣΣΔ δεν ήταν μόνο η ηρωική πρωταγωνίστρια στον νικηφόρο αγώνα κατά του Άξονα στον οποίο και η δική μας χώρα είχε τόσα προσφέρει. Ήταν επίσης ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην αμερικανοκρατία και μια δύναμη που ενίοτε υπεράσπιζε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα που απεμπολούσαν οι σύμμαχοι, ενώ και για την ελληνική δεξιά η “σοβιετία” ήταν η χώρα του κακού που όμως δεν στερούνταν δύναμης και ενδεχομένως γοητείας. Η ιδέα αυτή για την δύναμη και την λαμπερή ή την σκοτεινή γοητεία της πατρίδας του σοσιαλισμού δεν ήταν φυσικά μόνον ελληνικό φαινόμενο και επηρέαζε τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του κομμουνισμού σε πλανητικο επίπεδο, ξεκινώντας από πολλούς αντιεξουσιαστές και καταλήγοντας στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες……………….
Γιάγκος Ανδρεάδης
Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας,Μέσων και Πολιτισμού,
Πάντειο Πανεπιστήμιο
πώς διαβάζουμε κείμενα σε 20γράμματο αλφάβητο:
Το 20γράμματο αλφάβητο καθιερώθηκε για τους σοβιετικούς Έλληνες (περίπου 400.000 άτομα) σε συνδιάσκεψη Ελλήνων εκπαιδευτικών στην ΕΣΣΔ το 1926.
Η αντικατάσταση του 24γράμματου με το 20γράμματο ήταν ένα από τα μέτρα της γλωσσικής μεταρρύθμισης.
Καταργήθηκαν:
-τα γράμματα της αλφαβήτου που δεν προφέρονται: ‘η’, ‘ω’
-οι δίφθογγοι,
-το ‘σ’ στη μικρογράμματη γραφή και στη θέση του εισήχθη το “ς”,
-τα διπλά γράμματα ‘ξ’ και ‘ψ’.
Το ‘υ’ καθιερώθηκε στη θέση του ‘ου’
Επίσης εισήχθη το μονοτονικό σύστημα. Στη λήγουσα δεν έμπαινε τόνος…
ΠΗΓΗ: www.agtzidis.gr/
Από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις η μελέτη του Βλάση Αγτζίδη με τίτλο: «Η εφημερίδα ‘Κόκινος Καπνας’ και ο ελληνισμός του Καυκάσου (1932-1937)».
Είναι ένα από τα λίγα τεκμήρια ενός μοναδικού ιστορικού πειράματος που διασώθηκαν. Σχετίζεται με τη διαμόρφωση του σημαντικού σοβιετικού ελληνισμού, πλήρως αυτονομημένου από την Ελλάδα και σε σύγκρουση με το ιδεολόγημα της “μητέρας-πατρίδας”. Ενός ελληνισμού που συγκροτήθηκε τότε σ’ ένα ιδιαίτερο ελληνικό κέντρο, απέκτησε εσωτερική ζωή και ενδιαφέρουσες δομές, υπήρξε το καταφύγιο και το αποκούμπι των κυνηγημένων αριστερών από την “αστική Ελλάδα”, συνομίλησε ισότιμα με το σοβιετικό περιβάλλον, υλοποίησε τις πλέον προχωρημένες ιδέες του ελληνικού δημοτικισμού (που σήμερα μας παραξενεύουν αρκετά).
Ο Κόκκινος Καπνάς (Κόκινος Καπνας) ήταν ένα επίσημο σοβιετικό ελληνικό έντυπο του μεσοπολέμου. Εξέφρασε τη συνάντηση των σοβιετικών αντιλήψεων για την κοινωνία και τον πολιτισμό με τις ριζοσπαστικότερες ελληνικές θέσεις. Στις σελίδες του αποτυπώνεται ένας ελληνικός καθεστωτικός κομμουνιστικός λόγος. Οι νέοι κώδικες που εισήχθησαν στη σοβιετική κοινωνία είναι παρόντες στην εφημερίδα, δίνοντας μια μοναδική ευκαιρία αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών ελέγχου και των μεθόδων που είχαν εφευρεθεί για να εξυπηρετήσουν την ανάγκη του βίαιου μετασχηματισμού.
(Προλετάριοι Όλου του Κόσμου Ενωθείτε)
Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος, ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία. Ακολουθώντας τους σοβιετικούς δημοσιογραφικούς κανόνες χρησιμοποιούσε τη φωνητική γραφή παραμένοντας πιστός στις δημοτικιστικές απόψεις.
Τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες για τις ελληνικές κοινότητες που δίνει η εφημερίδα έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της γνώσης μας για τον τρόπο προσαρμογής τους στο κομμουνιστικό περιβάλλον και ειδικότερα στις νέες οικονομικές δομές που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης. Κατανοούμε με σαφήνεια ότι το ελληνικό στοιχείο της Σοβιετικής Ένωσης συμμετείχε σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου και βίωσε με τον πιο δραματικό τρόπο τις εγγενείς αδυναμίες του σοβιετικού συστήματος. Ανέπτυξε επί πλέον στο νέο περιβάλλον την επιτρεπτή για τη σοβιετική εξουσία προβληματική για τον πολιτισμό και διατύπωσε πολιτικά αιτήματα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ιδιόμορφου ελληνικού σοβιετικού λόγου.
Η τελική καταστροφή του από το σταλινισμό, η εξόντωση του μεγαλύτερου μέρους της διανόησης και η αποσάρθρωση της κοινωνικής του δομής με τη μαζική μετατόπιση του ελληνικού στοιχείου του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία, εξαφάνισαν τα περισσότερα ίχνη του σοβιετικού ελληνικού πολιτισμού του μεσοπολέμου.
Στη συνέχεια παρατίθενται οι Πρόλογοι του Σεραφείμ Φυντανίδη και του Γιάγκου Ανδρεάδη:
Πρόλογος Σεραφείμ Φυντανίδη
Ερευνώντας τα ίχνη ενός χαμένου Ελληνισμού, άγνωστου στους άλλους Έλληνες, ο Βλάσης Αγτζίδης έφτασε κάποτε στη μακρινή - όχι τόσο γεωγραφικά, όσο γνωστικά - περιοχή του Καυκάσου. Και ανακάλυψε κάτι πολύ σπάνιο: Μια εφημερίδα που έβγαινε στα ελληνικά από Έλληνες, ώσπου την “πήραν μπάλα” οι σταλινικές εκκαθαρίσεις του τέλους της δεκαετίας του ’30. Αυτοί που είχαν την ευθύνη της εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν στα βάθη της Σιβηρίας και το τυπογραφείο τους ρίχθηκε στα βάθη της Μαύρης Θάλασσας.
Το έγκλημά της; Ήταν μια εθνοτική εφημερίδα. Και μολονότι οι εκδότες της ήταν γνήσιοι κομμουνιστές, θεωρηθηκαν προδότες του σοσιαλισμού και της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Βλάσης Αγτζίδης ανακάλυψε πριν από αρκετά χρόνια στο Σοχούμι το κρυμμένο αρχείο αυτής της σπάνιας εφημερίδας: Κόκινος Καπνας ο τίτλος της, δηλαδή καπνεργάτης, ο οποίος παρουσιάζει μια ορθογραφικη πρωτοτυπία. Έχει καταργήσει όλα τα φωνήεντα και τα διπλά σύμφωνα, έχει κρατήσει μόνο το “ι”, το “ο” και το “ς”, χρησιμοποιεί το “υ” στη θέση του “ου”. Πρόκειται για μια ακραία εκδοχή του άκρατου δημοτικισμού, που πρέσβευαν τότε οι κομμουνιστές του 20γράμματου αλφάβητου.
Φυσικά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρθρογραφία του Κόκινυ Καπνα (Κόκκινου Καπνά) και πολλά ιστορικά συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει ο ερευνητής, εφόσον πρόκειται για ένα μεγάλης σημασίας πείραμα που πραγματοποιήθηκε μόνον εκεί. Γιατί, στις ελληνικές κοινότητες της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης έγινε κάτι που δε ζήσαμε στην “αστική” Ελλάδα: την απόλυτη κυριαρχία των Ελλήνων κομμουνιστών……..
Ενδιαφέρον έχει επίσης και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάσωση της εφημερίδας, τον Αύγουστο του 1991, τις ημέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος των αμετανόητων γραφειοκρατών. Όπως μας πληροφόρησε ο συγγραφέας, η φωτογράφιση με μικροφίλμς των φύλλων της εφημερίδας άρχισε την ημέρα που εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ο άμεσος απόηχος των εξελίξεων στον Καύκασο ήταν η αναθάρρηση των ασφαλιτών και των στρατιωτικών, πράγμα που απείλησε το εγχείρημα με ματαίωση. Όμως η αποτυχία του πραξικοπήματος σε σύντομο χρόνο λόγω της στάσης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επέτρεψε τη ολοκλήρωση της μικροφωτογράφισης.
Η ειρωνία -με την οποία η Ιστορία βλέπει πολλές φορές τα ανθρώπινα δρώμενα- ήταν ότι λίγα χρόνια μετά, το πρωτότυπο σώμα, το μοναδικό που υπήρχε σ’ όλο το σοβιετικό Καύκασο, καταστράφηκε. Ο φοβερός πόλεμος μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων την περίοδο 1992-1993 δεν είχε μόνο ανθρώπινα θύματα. Δεν χάθηκαν μόνο χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και διακόσιοι ομογενείς μας, αλλά καταστράφηκε και η ιστορική μνήμη της περιοχής. Η αυθαιρεσία των παρακρατικών ομάδων που κυριαρχούσαν στο Σοχούμι -την αρχαία ελληνική Διοσκουριάδα- κατά την περίοδο της πολιορκίας του από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων, οδήγησε στη συνειδητή πυρπόληση του Ιστορικού Αρχείου της πόλης. Έτσι, στη μετασοβιετική εποχή ολοκληρώθηκε το έγκλημα που είχε ξεκινήσει κατά την περίοδο του σταλινισμού. Μαζί με την ανθούσα ελληνική κοινότητα, καταστράφηκε και η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, αδιάψευστο τεκμήριο της μεγάλης ελληνικής αναγέννησης του μεσοπολέμου και των πρωτοποριακών πειραματισμών.
Σερ. Φυντανίδης
τ. Διευθυντής της Ελευθεροτυπίας
και της Κυριακάτικης Ε.
Πρόλογος Γιάγκου Ανδρεάδη
Και γι’ αυτούς της θυσίας ο καπνός: Το έπος και το δράμα των ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου.
Το βιβλίο που ακολουθεί είναι από τα κείμενα που κανείς τα διαβάζει με σπαραγμό. Όχι τυχαία ο συγγραφέας του, ο μαθηματικός και ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, έχει γράψει σε άλλο κείμενό του ότι η ιστορία του ελληνισμού της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως και η ιστορία του ελληνισμού της Κύπρου απωθείται είτε διεκπεραιώνεται με καθησυχαστικά στερεότυπα από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με τραυματικές, αιμάσσουσες μνήμες και ακόμη με γεγονότα που ακόμη και η απλή τους εξιστόρηση απαιτεί την ανατροπή των σταθερών μας και την βαθιά ανασκευή των εργαλείων της σκέψης μας, αν όχι και των συντεχνιακών ισορροπιών που προώθούνται υπό το προσωπείο της επιστημονικής αντικειμενικότητας.
Ποιά είναι η ιστορία του “Κόκκινου Καπνά” που φέρνει στο φως ο συγγραφέας; Πρόκειται για την ιστορία ενός εντύπου που εκδίδεται από έλληνες κομμουνιστές των ποντιακών περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης σχεδόν αμέσως μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων και μέχρι τα κύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων του 1936 και του 1938 που έδωσαν τα πρώτα μαζικά πλήγματα στον ελληνισμό που ζούσε για χιλιετίες στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Ο Αγτζίδης εντόπισε το αρχείο της εφημερίδας, προχώρησε πρώτα στην φωτοτύπησή του και στη συνέχεια, το διέσωσε και το μετέφερε με την μορφή μικροφίλμ στην Ελλάδα.
Πράξη διπλά ευεργετική, αφού, εκτός από το υλικό που προσφέρεται πια στην ελληνική έρευνα, τα μικροφίλμ αυτά αποτελούν δυστυχώς και την μόνη μορφή στην οποία σώζονται τα ντοκουμέντα αυτά που προσφέρουν μια ακόμη σημαντική πτυχή του έπους και του δράματος των Ελλήνων του Πόντου. Και τούτο διότι, μετά το 1989, στη διάρκεια των ταραχών που σημάδεψαν τους επιθανάτιους σπασμούς του σοβιετικού καθεστώτος, το σώμα των εφημερίδων του “Κόκκινου Καπνά” έγινε παρανάλωμα του πυρός. Το βιβλίο λοιπόν και τα μικροφίμ, στοιχειοθετούν την πράξη μιας δραματικής επιστροφής, ενός επώδυνου νόστου, παράλληλου με την μοίρα των ελλήνων των περιοχών αυτών, οι οποίοι στα τέλη του 20ου αιώνα γνώρισαν ένα ύστατο ξεριζωμό που τους έφερε ναυαγούς στις συχνά άξενες όχθες της μητέρας πατρίδας.
Ο νόστος αυτός, επιθυμητός για άλλους Ποντίους συντοπίτες τους μοιάζει ωστόσο πως δεν ήταν καθόλου μέσα στους συνειδητούς στόχους της εκδοτικής ομάδας του “Κόκκινου Καπνά”. Οι άνθρωποι αυτοί που σχεδόν όλοι τους τέλειωσαν τον βίο τους στο εκτελεστικό απόσπασμα είτε στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με την κατηγορία του τροτσκιστή είτε κάποια άλλη ανάλογη συκοφαντία, αποδεικνύονται, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας, απόλυτα πιστοί μπολσεβίκοι, φανατικοί υποστηρικτές πρώτα του Λένιν και μετά του Στάλιν, που διέταξε την εξόντωσή τους. Αυτό για το οποίο αγωνίζονται λοιπόν είναι να παραμείνουν στις προαιώνιες εστίες τους σαν υποδειγματικοί σοβιετικοί πολίτες, πρωτοπόροι στον αγώνα για την οικοδόμηση της σοβιετικής κοινωνίας.
Κανένα ίσως στοιχείο δεν αποτυπώνει την κυριολεκτικά απόλυτη και ενδεχομένως τυφλή πίστη των ανθρώπων αυτών στο σοβιετικό καθεστώς και στον σταλινισμό, όσο οι απόψεις που η εφημερίδα εκφράζει για τα διεθνή ζητήματα και οι επαφές που διατηρεί με άλλα έντυπα. Το τουρκικό καθεστώς του Κεμάλ θεωρείται, σε πλήρη αρμονία με την επίσημη σοβιετική εξωτερική πολιτική, απόλυτα φιλικό. Το ελληνικό καθεστώς είναι, από την πλευρά του, αστικοτσιφλικάδικο και μοναρχοφασιστικό και οι όποιες σχέσεις με τα επίσημα όργανα, τους θεσμούς, τα σύμβολα και την ρητορική της “μητέρας πατρίδας” αντιμετωπίζονται με εχθρότητα και ειρωνεία. Ανάλογες είναι και η σχέσεις του “Καπνά” με τα έντυπα του εξωτερικού.
Συνομιλητές του είναι μόνον οι κομμουνιστικές εκδόσεις “Ριζοσπάστης” της Ελλάδας και “Εμπρός” της Αμερικής, ενώ όλος ο άλλος Τύπος δεν είναι παρά εκφραστής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και τυρανίας. Ας μην λησμονούμε ότι η ίδια η έκδοση της εφημερίδας και γενικά η απόλυτη κυριαρχία του κομμουνιστικού Τύπου στην χώρα είναι η συνέπεια και η συνέχεια της κατάργησης από τον Λένιν κάθε μη μπολσεβίκικου εντύπου ως οργάνου των εκμεταλλευτών. Τέλος, αντίστοιχες, και απόλυτα σύμφωνες με την επίσημη κομματική γραμμή, είναι και οι αντικληρικές και αντιθρησκευτικές θέσεις που εκφράζει η εφημερίδα.
Είναι σήμερα εύκολο, όσο και αντιιστορικό, να κρίνουμε και να καταδικάσουμε τέτοιες θέσεις.
Και για μας της θυσίας ΙΙ
Με μια πρόχειρη, εξωτερική και οπωσδήποτε άδικη ματιά, οι θέσεις των υπευθύνων του «Κόκκινου Καπνά» εμφανίζονται απλώς ως κάθετη άρνηση της αναφοράς στο εθνικό κέντρο -και άρα σε ένα βαθμό της ρίζας και της ταυτότητάς τους- σαν ρήξη με την θρησκεία τους και διαστρέβλωση της γλώσσας τους. Μια τέτοια αποτίμηση ωστόσο είναι αντιιστορική. Η θέση των υπευθύνων του Καπνά, πέρα από την δεδομένη τους ένθερμη αποδοχή της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας, εκφράζει και μια θεμελιώδη απόφασή τους: να ζήσουν στα πανάρχαια εδάφη του ποντιακού ελληνισμού, σαν ενεργά και μάλιστα πρωτοπόρα μέλη της σοβιετικής κοινωνίας. Όλες σχεδόν οι άλλες θέσεις στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, η πλήρης εναρμόνιση με την σοβιετική εξωτερική πολιτική και άρα οι ένθερμη κατάφαση του κεμαλισμού, η αθεΐα, οι επιθέσεις κατά των κουλάκων με και χωρίς εισαγωγικά, μοιάζουν να μην είναι τίποτε άλλο παρά υποχρεωτικές συνέπειες αυτής τους της βασικής τοποθέτησης.
Τα πράγματα είναι όμως μάλλον πιο σύνθετα και η άποψη αυτή μπορεί να στηριχτεί και στο ότι πολλά από τα κείμενα που μας έρχονται από ανθρώπους που ζούσαν και έγραφαν επί σοβιετικού καθεστώτος πρέπει να διαβάζονται σαν να ήταν γραμμένα με κώδικα, καθώς οι άνθρωποι εκφραζόταν υπό την απειλή της σιδηράς πυγμής του καθεστώτος, ακόμα και αν ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του. Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η εφημερίδα και τα άρθρα της για την γλώσσα και τον πολιτισμό προσφέρουν πιστεύω μια κωδική μήτρα για να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό.
Τα κείμενα της εφημερίδας είναι γραμμένα με μια απλοποιημένη γραφή που αποδίδει ακουστικά την γλώσσα και ακολουθεί το μονοτονικό σύστημα που καταλήγει συχνά ατονικό. Γλώσσα είναι η δημοτική με κάποιες παραχωρήσεις τόσο στην ποντιακή διάλεκτο, όσο και στην τρέχουσα σοβιετική ορολογία διατυπωμένη σα ρωσικά. Το πρώτο που έχει κανείς να κατανοήσει είναι η αντικειμενική δυσκολία που έχει για να επικοινωνήσει στην κοινή δημοτική, οπωσδήποτε επηρεασμένη από τις θέσεις του μαχόμενου δημοτικισμού, ένας πληθυσμός που έχει για μητρικό γλωσσικό εργαλείο την διάλεκτο και κάποιες φορές τα τουρκικά. Το δεύτερο ότι από την στιγμή που η διαμάχη των Ελλήνων μπολσεβίκων του Πόντου ανάμεσα στους οπαδούς της δημοτικής και αυτούς της διαλέκτου λύνεται υπέρ των πρώτων, έχει διασφαλιστεί ένα μεγάλο κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας και το γίγνεσθαι το εθνικού κέντρου, φιλτραρισμένο έστω σε μεγάλο βαθμό μέσα από την κομμουνιστική οπτική του Ριζοσπάστη. Αξίζει να προσεχτεί ότι οι υπεύθυνοι του Κόκκινου Καπνά αγωνίζονται μαχητικά και με επιτυχία για την διάδοση της εφημερίδας και δεν διστάζουν να συγκρουστούν με κομματικά όργανα όταν αυτά την υποκαθιστούν σε κάποια ελληνικά χωριά με ρωσικά ή άλλα έντυπα.
Η καθιέρωση της ελληνικής έχει φυσικά μια καίρια επίδραση και στο περιεχόμενο της παιδείας, όπως αυτό μας αποκαλύπτεται από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που δημοσιεύονται. Τα κείμενα αναφοράς που συναντάμε περιλαμβάνουν για παράδειγμα και κείμενα του Παπαδιαμάντη, που θα περίμενε κανείς να έχει αποκλειστεί για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη γλώσσα του, ενώ οι κεντρικές θεατρικές σκηνές ανεβάζουν ακόμη και Αντιγόνη και Οιδίποδα τύραννο. Αυτό που με δυο λόγια συμβαίνει είναι ότι η καθιέρωση της δημοτικής τόσο στον Καπνά όσο και στην εκπαίδευση επιτρέπει την πρόσβαση σε ένα σώμα παιδείας και πολιτισμού που σε ένα μόνο βαθμό μπορεί να διεκδικήσει ταξικό χαρακτήρα και που, έστω και αν δεν το διαδηλώνει, αποτελεί οπωσδήποτε ένα ισχυρό δεσμό των κομματιών του ποντιακού ελληνισμού μεταξύ τους αλλά και με το εθνικό κέντρο.
Με την έννοια αυτή μπορούμε να ξαναδούμε και την συκοφαντική καταγγελία περί εθνικισμού που οδήγησε στην εξόντωση των ελλήνων αυτών κομμουνιστών από τον σταλινισμό. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν έκαναν την παραμικρή διασπαστική κίνηση εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης στην οποία ήταν απόλυτα πιστοί. Από την άλλη όμως πλευρά, σεβόμενοι απόλυτα τα πλαίσια της σοβιετικής νομιμότητας, προσπάθησαν, με τους τρόπους και με τα μέσα που επέλεξαν και που τους ήταν επιτρεπτά, να περιφρουρήσουν και να αναπτύξουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα στο βαθμό που, σε αρμονία με τα γενικά μαρξιστικα- λενινιστικά πιστεύω, να προσβλέπουν στην δημιουργία μιας αυτόνομης ελληνικής περιοχής. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανώς αρκετό για να θεωρηθούν από τον Στάλιν εχθροί του σοσιαλισμού και να αντιμετωπίσουν τον θάνατο στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στα γκούλαγκ. Μπορεί κανείς, ξεφεύγοντας από την αυστηρότητα της επιστημονικής διαπραγμάτευσης, να αναλογιστεί πώς θα ένοιωσαν οι ατσάλινοι εκείνοι αγωνιστές μπροστά στα δικαστήρια των συντρόφων τους που τους ζητούσαν να παραδεχτούν ότι ήταν προδότες των αγώνων για τους οποίους είχαν προσφέρει τα πάντα. Άραγε να αρνήθηκαν με αγανάκτηση τα πάντα, να έμειναν σιωπηλοί με το κεφάλι σκυφτό ή μήπως, όπως συνέβη με τους μπολσεβίκους αρχηγούς στις δίκες της Μόσχας του 36 και του 38 να αναγκάστηκαν να παραδεχτούν συνωμοσίες και προδοσίες που ούτε καν είχαν ποτέ διανοηθεί;
Το δράμα και εποποιία των Ελλήνων του Πόντου δεν περιορίζεται βέβαια στην ομάδα του Κόκκινου Καπνά και στους συνεπείς κομμουνιστές που αποτελούν το κοινό και το σημείο θετικής αναφοράς του. Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας, μέσα από τις πολεμικές , τις καταγγελίες και τις αναφορές σε καταδίκες διαφόρων που έχουν- υποτίθεται πάντοτε δίκαια- κριθεί ένοχοι απέναντι στην σοβιετική νομιμότητα, διαφαίνεται σε ένα βαθμό και το δράμα των άλλων. Εκείνων για παράδειγμα που έχουν φτάσει στον ρωσικό Πόντο μετά τους τουρκικούς διωγμούς του 1918 και που όχι μόνο δεν συμμερίζονται το υμνολόγιο για τον Κεμάλ, αλλά διατηρούν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, πρωταρχικά της θρησκευτικής, και προσβλέπουν στον διάλογο με το εθνικό κέντρο και πολλές φορές στο νόστο.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι όχι μόνο για την ελληνική ιστοριογραφία, αλλά και για το κράτος και για την κοινή γνώμη της Ελλάδας ο Ποντιακός ελληνισμός υπήρξε μια ακόμη αγνοούμενη ήπειρος, όπως συμβαίνει επίσης, με διαφορετικό έστω τρόπο με τον ελληνισμό των Ηνωμένων πολιτειών, στον οποίο , ενώ το αγνοούμε, προστρέχουμε σε κάθε αναποδιά και επίσης με τον ελληνισμό της Κύπρου, αλλά και με άλλες περιπτώσεις. Ο λόγος είναι πιστεύω μια κρατιστική αντίληψη των εθνικών όπως και των κοινωνικών θεμάτων, η οποία , εννοείται, αποδυναμώνει σε καθοριστικό βαθμό το κράτος προκαλώντας μια βαθιά ζημία που βέβαια δεν μπορεί να επουλωθεί από τα τετριμμένα στερεότυπα περί απόδημων. Στα θεμέλια της αντίληψης αυτής βρίσκεται, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, η αδυναμία του ελληνικού κράτους και της ελληνικής ιθύνουσας τάξης να ενσωματώσει στην σχεδίαση της πολιτικής της οτιδήποτε ξεφεύγει από τα στενά όρια της κρατικής εξουσίας και κατ’ εξοχήν την πολιτιστική παράμετρο, η οποία μπορεί και πρέπει να λειτουργεί, ακόμη ή κυρίως όταν όσοι συνεχίζουν να μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού είναι με την θ’ελησή τους ενσωματωμένοι σε άλλες κρατικές οντότητες.
Στην περίπτωση της υποβάθμισης και της αγνόησης του δράματος των Ελλήνων του Πόντου νομίζω ότι λειτούργησε και μια άλλη διάσταση. Το δέος που δημιουργούσε επί πολλά χρόνια στους φίλους και στους εχθρούς της, αλλά και στον μέσο δημοκρατικό άνθρωπο η Σοβιετική Ένωση. Το δέος αυτό δεν είχε να κάνει μόνον με τους έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι, μέχρι τουλάχιστον την ρήξη ΕΣΣΔ- Κίνας και την ανάδυση του ευρωκομμουνισμού θεωρούνταν η αναμφισβήτητη πατρίδα της κομμουνιστικής επανάστασης ή όπως ειπώθηκε σε πιο θεωρητική γλώσσα το μοναδικό “κέντρο αναφοράς”. Για την μεγάλη κεντρώα και κεντροαριστερή παράταξη, που έβλεπε με δυσπιστία τις προθέσεις των Δυτικών συμμάχων απέναντι στην χώρα η ΕΣΣΔ δεν ήταν μόνο η ηρωική πρωταγωνίστρια στον νικηφόρο αγώνα κατά του Άξονα στον οποίο και η δική μας χώρα είχε τόσα προσφέρει. Ήταν επίσης ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην αμερικανοκρατία και μια δύναμη που ενίοτε υπεράσπιζε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα που απεμπολούσαν οι σύμμαχοι, ενώ και για την ελληνική δεξιά η “σοβιετία” ήταν η χώρα του κακού που όμως δεν στερούνταν δύναμης και ενδεχομένως γοητείας. Η ιδέα αυτή για την δύναμη και την λαμπερή ή την σκοτεινή γοητεία της πατρίδας του σοσιαλισμού δεν ήταν φυσικά μόνον ελληνικό φαινόμενο και επηρέαζε τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του κομμουνισμού σε πλανητικο επίπεδο, ξεκινώντας από πολλούς αντιεξουσιαστές και καταλήγοντας στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες……………….
Γιάγκος Ανδρεάδης
Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας,Μέσων και Πολιτισμού,
Πάντειο Πανεπιστήμιο
πώς διαβάζουμε κείμενα σε 20γράμματο αλφάβητο:
Το 20γράμματο αλφάβητο καθιερώθηκε για τους σοβιετικούς Έλληνες (περίπου 400.000 άτομα) σε συνδιάσκεψη Ελλήνων εκπαιδευτικών στην ΕΣΣΔ το 1926.
Η αντικατάσταση του 24γράμματου με το 20γράμματο ήταν ένα από τα μέτρα της γλωσσικής μεταρρύθμισης.
Καταργήθηκαν:
-τα γράμματα της αλφαβήτου που δεν προφέρονται: ‘η’, ‘ω’
-οι δίφθογγοι,
-το ‘σ’ στη μικρογράμματη γραφή και στη θέση του εισήχθη το “ς”,
-τα διπλά γράμματα ‘ξ’ και ‘ψ’.
Το ‘υ’ καθιερώθηκε στη θέση του ‘ου’
Επίσης εισήχθη το μονοτονικό σύστημα. Στη λήγουσα δεν έμπαινε τόνος…
ΠΗΓΗ: www.agtzidis.gr/
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)