Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Η «Μεγάλη Ελλάδα» της Κάτω Ιταλίας



Ας σας ζητούσαν να περιγράψετε, με την εικόνα της φαντασίας σας, το χάρτη της Ιταλίας, με τι θα λέγατε ότι μοιάζει; Στη δική μου πάντως τάξη, οι γνώμες ήταν χωρισμένες στα δύο. Οι μισοί επέμεναν ότι μοιάζει με ένα πόδι που φοράει μια ψηλοτάκουνη μπότα, κι άλλοι τόσοι πάλι, την έβλεπαν σαν ένα φρούριο που απλώνεται στα βάθη της Μεσογείου, με δύο τεράστια προπύργια στο Νότο. Ένα δεξιά κι ένα αριστερά.
Στην περίπτωσή μας, εγώ θα προτιμούσα να δεχθώ τη δεύτερη εκδοχή, γιατί τα δύο αυτά προπύργια που καλωσορίζουν τους θαλασσοπόρους στη χερσόνησο της Ιταλίας, είναι ελληνόφωνα, και μάλιστα από αρχαιοτάτων χρόνων, και το λέω με περηφάνια. Γιατί, εδώ, στη «Μάνια Γκρέτσια» (Μεγάλη Ελλάδα στα ιταλικά), μέχρι και σήμερα, οι άνθρωποι μιλάνε μια μάλλον άγνωστη για τους υπόλοιπους Ιταλούς γλώσσα, το υπέροχο γλωσσικό ιδίωμα «Γκίκο» που είναι ένας μεθυστικός συνδυασμός από αρχαία ελληνικά και ιταλικά.
Νοτιότερα άλλωστε, εκεί που το μάτι ατενίζει τις ακτές της Σικελίας, δεσπόζει η επαρχία της Μεσσήνας. Σας θυμίζει κάτι το όνομα; Σωστά σκεφτήκατε. Είναι μια παραλλαγή της περιφέρειας της «Μεσσηνίας», στη Νότια Πελοπόννησο. Πράγματι, όταν το 500 π.Χ. περίπου, ξέσπασε ο Μεσσηνιακός πόλεμος, με κύριους αντιπάλους τους κατοίκους της Μεσσηνίας και τους Δωριείς κατακτητές από τη γειτονική Λακωνία, οι κακόμοιροι οι Μεσσήνιοι υπέστησαν τραγική ήττα. Γι’ αυτό αναγκάστηκαν να τα μαζέψουν άρον-άρον και να σαλπάρουν με προορισμό μια άλλη γη, που θα γινόταν η δική τους πατρίδα, με την ελπίδα να ξαναφτιάξουν τις ρίζες και τον πολιτισμό τους. Οι ασκοί του Αιόλου λοιπόν τους έφεραν στις απέναντι ακτές του Ιονίου πελάγους, στη γη της Σικελίας, όπου ξανάχτισαν το ριζικό τους και έδωσαν το ίδιο όνομα στην καινούρια τους πατρίδα.

Η περιοχή της Απουλίας

Πρώτη απόδειξη, το χωριό Στερνατιά, στη βορειοδυτική χερσόνησο που σχηματίζει το ιταλικό πόδι -άραγε πόσο καημό κουβαλούσαν μαζί τους οι Έλληνες που έστησαν τα σπίτια τους εδώ και από πόσο μακριά ξεριζωθήκαν; Γιατί η Στερνατιά προέρχεται από τη λέξη Στερνός, ο τελευταίος, ο πιο απομακρυσμένος- Στην πινακίδα λοιπόν έξω από το χωριό, μην ξαφνιστείτε, αν κάτω από τη λέξη Στερνατιά δείτε με μεγάλα γράμματα να γράφει «KALOS IRTATE» (Ναι! Καλώς ήρθατε), γιατί έχετε ήδη μπει στη φιλόξενη αγκαλιά των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας.

Οι Ιταλοί γνωρίζουν την περιοχή με το όνομα Γκρέτσια Σαλεντίνα (Σαλεντινή Ελλάδα).

Είναι η εύφορη πεδινή περιοχή, που περιλαμβάνει τα χωριά που θα συναντήσουμε νότια από το Λέτσε, μέχρι το λιμάνι του Οτράντο, με περίπου 40.000 κατοίκους που στην πλειοψηφία τους ασχολούνται με τη γεωργία.

Μέχρι την εποχή του Μεσαίωνα, τα ελληνόφωνα χωριά της Απουλίας αριθμούσαν τα είκοσι επτά. Σήμερα όμως, έχουν απομείνει μόνον εννέα: η Καλημέρα, το Καστρινιάνο Ντεϊ Γκρέτσι, το Κοριλιάνο, το Μαρτάνο, το Μαρτινιάνο, το Σολέτο, η Στερνατιά και το Τζολίνο.

Η περιοχή της Καλαβρίας

Σε απόσταση περίπου εξακοσίων χιλιομέτρων από τη Γκρέτσια Σαλεντίνα, απέναντι από τον κρατήρα της Αίτνας, βρίσκεται ο άλλος άξονας της Μεγάλης Ελλάδας, η Γκρέτσια Καλαβρίνα (Καλαβρινή Ελλάδα). Αν και μεταξύ τους οι δυο περιοχές δεν έχουν πολλά κοινά, γεωφυσικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, ούτε ιδιαίτερα στενές επαφές, ωστόσο διατηρούν αναλλοίωτα τα στοιχεία της κοινής τους καταγωγής, όπως είναι το γλωσσικό τους ιδίωμα, και η έντονη ελληνοκεντρική φυσιογνωμία τους. Το ζεστό τους χαμόγελο, αλλά και τα πονεμένα και γεμάτα νοσταλγία τραγούδια που θα ακούσουμε στις γιορτές και τα πανηγύρια τους, μαρτυρούν ότι κάποτε είχαν μια άλλη πατρίδα, ακόμη πιο μεγάλη.

Εννέα είναι και τα χωριά που θα συναντήσουμε στη Γρέτσια Καλαβρίνα, που κατοικούνται από Έλληνες της διασποράς: το Χωριό Βούα, ο Γυαλός του Βούα, το Ροχούδι, το Χωριό Ροχούδι, το Βουνί, το Χωριό Βουνίου, το Γκαλλιτσανό, το Κοντοφούρι και η Αμυνταλία ή Αμεντολέα.

Εννέα χιλιάδες ελληνόφωνες ψυχές, που ζουν στις πλαγιές του βουνού Ασπρομόντε (μια μίξη ελληνικής και ιταλικής λέξης, που σημαίνει Άσπρο Βουνό ή Ασπροβούνι όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα. Αν ήταν σκέτη ιταλική, πιθανότατα θα λεγόταν Μόντε Μπιάνκο, μιας και το άσπρο στα ιταλικά λέγεται μπιάνκο). Η γεωλογική ιδιομορφία της περιοχής, δηλαδή τα κακοτράχαλα και άγονα εδάφη, με τους ορμητικούς χείμαρρους που απειλούν να πνίξουν τα σπαρτά και τα σπίτια κάθε φορά που φουσκώνουν, έχουν διαμορφώσει έναν αγέρωχο πληθυσμό, με περηφάνια και δύναμη, που βάλλεται καθημερινά από την απομόνωση και τις αντιξοότητες της φύσης. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το χωριό Ροχούδι -ένα αριστούργημα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής- που οι ντόπιοι το αποκαλούν χωριό-φάντασμα, γιατί είναι κυριολεκτικά σκαρφαλωμένο πάνω στα βράχια και σήμερα έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί.

Η καταγωγή της Μεγάλης Ελλάδας

Οι Ιταλοί γλωσσολόγοι του περασμένου αιώνα, πίστευαν ότι οι ρίζες αυτών των χωριών, βρίσκονται κάπου στη βυζαντινή περίοδο, όταν μεγάλες μάζες λαών από τα παράλια της Ελλάδας αποφάσισαν να μετοικήσουν στις κοντινές ακτές της Κάτω Ιταλίας.

Αν όμως διαβάσουμε λίγο πιο προσεκτικά την ιστορία και μελετήσουμε τα αρχαιολογικά ευρήματα της Μεγάλης Ελλάδας, δεν απομένει παρά να πειστούμε ότι η ιστορία της ξεκινά πολύ πιο βαθιά μέσα στο χρόνο, περίπου χίλια χρόνια πριν.

Η Μεσσήνα που περιγράψαμε λίγο παραπάνω, στη Σικελία, είναι ένα αδιάψευστο αποδεικτικό στοιχείο για τις ρίζες της Μεγάλης Ελλάδας. Άλλωστε, η λατινική λέξη Ρέτζιο (Reggio) που σημαίνει «περιοχή» και διαδόθηκε αργότερα και σε άλλες σύγχρονες γλώσσες, όπως στην ιταλική (Ρετζιόνε), τη γαλλική (Ρεζιόν) και την αγγλική (Ρίτζιον), προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό τοπωνύμιο «Ρήγιο» και την ομώνυμη αρχαία πόλη που συναντάμε στη Νότια Ιταλία. Άλλα τέτοια παραδείγματα αρχαίων ιταλικών πόλεων με παραφρασμένο ελληνικό όνομα, είναι το Τάραντο (Taranto) που προέρχεται από την ελληνική λέξη ο Τάρας του Τάραντος και το Οτράντο (Otranto) που προέρχεται από την ελληνική λέξη Υδρούς, που με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία λέξη ύδωρ = νερό.

Κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, θα συναντήσουμε αμέτρητα μνημεία στη Νότια Ιταλία που φέρουν έντονο ελληνικό στοιχείο. Ναοί και τέμπλα που είναι αφιερωμένα σε θεότητες του Ελληνικού Δωδεκάθεου, οδικά δίκτυα με ελληνικές ονομασίες και ένα σωρό αντικείμενα της καθημερινής χρήσης με ελληνικές ρίζες.

Ας παρατηρήσουμε για παράδειγμα, τη λέξη «σκίφος» που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη Μεγάλη Ελλάδα, κατά την περίοδο του Βυζαντίου. Οι Ιταλοί γλωσσολόγοι αναζητούσαν για χρόνια τις αιτίες που θα μπορούσαν να έχουν αναγκάσει τους ντόπιους στο να αναγραμματίσουν τη σύγχρονη λέξη «Ξίφος» και να την αλλοιώσουν. Όλες οι μέχρι τότε όμως θεωρίες εξανεμίστηκαν, όταν ο Έλληνας γλωσσολόγος Αναστάσιος Καραναστάσης παρουσίασε δείγματα γραφής από την αρχαία δωρική διάλεκτο, τότε που οι Δωριείς της Πελοποννήσου χρησιμοποιούσαν ένα περίεργο γλωσσικό ιδίωμα, που περιλάμβανε τον αναγραμματισμό όλων των λέξεων με διπλά σύμφωνα: π.χ. «σπαλίς» αντί για «ψαλίς» (ψαλίδι όπως λέμε σήμερα).

Με το πέρασμα των χρόνων, ήταν αναπόφευκτο να επέλθουν προσμίξεις με άλλες νεώτερες γλώσσες, όπως η ιταλική για παράδειγμα. Πολλές εκφράσεις άρχισαν να γίνονται ακαταλαβίστικες για τους Ιταλούς των γειτονικών χωριών, γιατί ακριβώς, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την έντονη ελληνικότητά τους. Ίσα-ίσα που οι ντόπιοι φρόντισαν να την διαφυλάξουν και να τη διατηρήσουν ζωντανή μέχρι σήμερα.

Ένα παραδοσιακό τραγούδι της «Γρικάνικης Διαλέκτου»

Ήθελα ριντινέντα να γιουρίσω,

να βαστάζω φόρτσα πάντα,

να πετνάσω, να στασώ’ς

τη Νάπολη τσαί να φιλήσω

τσείνο που τόσον γάπησα τσαί

να γιουρίσω

Ήθελα χελιδόνι να γίνω να’ χω

δύναμη πάντα να πετώ να φτάσω

στη Νάπολη και να φιλήσω κείνον

που τόσο αγάπησα και να γυρίσω

ΠΗΓΗ: oikade.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου