Η κοινότητα Χαμιντιέ βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ Συρίας - Λιβάνου. Εκεί βρέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ρούλα Τσοκαλίδου, με σκοπό να μελετήσει τις ελληνόφωνες εστίες της Μέσης Ανατολής. Επιστράτευσε όλη την αραβομάθειά της προκειμένου να επικοινωνήσει με τους κατοίκους από τους οποίους θα συγκέντρωνε πληροφορίες. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει στα αραβικά την ερώτησή της στο καφενείο του χωριού και ο καφετζής την άφησε άναυδη: «Πού ’ναι ο πατέρας σου ορέ;», ρώτησε με άψογη βαριά κρητική προφορά απευθυνόμενος στο γιο του ανθρώπου που αναζητούσε.
Πιο εύκολα μπορείς να ακούσεις καθαρά κρητικά στη Μέση Ανατολή, στα σύνορα μεταξύ Συρίας και Λιβάνου, παρά στη σύγχρονη Κρήτη. Η κρητική, μαζί με την ποντιακή και την κυπριακή είναι οι τρεις καθαρά ελληνογενείς από τις πέντε συνολικά διαλέκτους (καππαδόκικα και βλάχικα) που επιδεικνύουν σθεναρές αντιστάσεις μαζί με δεκάδες άλλα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα στην επικράτεια.
Οι διάλεκτοι, γεωγραφικοί, εθνοτικοί ή εθνόλεκτοι, μολονότι ακολουθούν το δρόμο της συρρίκνωσης, έχουν μακρόχρονη επιβίωση ακόμα και σε περιβάλλοντα επαφής με άλλη γλώσσα και πολιτισμό, διαπιστώνουν τρεις έρευνες πανεπιστημιακών για την ελληνική γλώσσα και τις διαλέκτους της, που ανακοινώθηκαν σε εκδήλωση του ΑΠΘ. Η διάσωση της κρητικής στη μακρινή Χαμιντιέ είναι η «ανάγκη να διαφυλάξουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Αν δεν τη διατηρούσαν, θα ένιωθαν ότι έχαναν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους», υποστηρίζει η ερευνήτρια κ. Τσοκαλίδου, επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.
Ταυτότητα η γλώσσα
Δεν είναι επομένως περίεργο ότι στη Συρία και στον Λίβανο η πέμπτη και έκτη γενιά εξισλαμισθέντων μουσουλμάνων κρητικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν εκεί περίπου το 1897, εκδιωχθέντες από την Κρήτη, μιλούν ελληνικά, αυτοσχεδιάζουν μαντινάδες, κι ας μην έχουν επισκεφθεί ποτέ την Κρήτη, όνειρο ζωής. Κι ας μην έχουν ελληνικό σχολείο, που τόσο επιθυμούν. Τρεις χιλιάδες κάτοικοι της Χαμιντιέ από τους 5.000 της κοινότητας στη Συρία και 7.000 στο Λίβανο («μας χώρισαν μια φορά από τους συγγενείς μας, κι άλλη μία τα σύνορα Λιβάνου - Συρίας», λένε) μεταλαμπαδεύουν τον ελληνικό λόγο αναδεικνύοντας την αλληλεπίδραση γλώσσας, κοινωνίας και ταυτότητας.
«Οταν ήρθαν εδώ οι προγονοί μας, δεν ήξεραν άλλη γλώσσα, αλλά μόνο κρητικά», έλεγε ο Ταλμπ, ένας πενηντάχρονος Κρητικός από τον Λίβανο στην κ. Τσοκαλίδου, η οποία, εδώ και μια δεκαετία, διερευνά την ποικιλία των διαλέκτων στις ελληνόφωνες κοινότητες της διασποράς.
Ογδόντα περίπου χρόνια ζει και καλλιεργείται στον ελλαδικό χώρο η ποντιακή διάλεκτος την οποία μιλούν σήμερα 500.000 κάτοικοι σε 300 ποντιακά χωριά της χώρας, η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται στη Βόρεια Eλλάδα. Η ποντιακή είναι η πιο μελετημένη από γλωσσολόγους διάλεκτος. Επέζησε λόγω της άμυνας των προσφύγων του ’22 απέναντι στους ντόπιους κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στην Eλλάδα αλλά και από την ισχυρή επιθυμία των Ποντίων να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Σήμερα, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, παράλληλα με τη νέα ελληνική, συμπεραίνει ο κοσμήτορας της παιδαγωγικής σχολής του ΑΠΘ κ. Σωφρόνης Χατζησαββίδης στην έρευνά του «Η ποντιακή διάλεκτος στον ελλαδικό χώρο σήμερα».
Στις ποντιακές κοινότητες μιλούν πλέον τη νεοελληνική, ωστόσο η γλώσσα επικοινωνίας σε γάμους και βαφτίσεις και σε χιουμοριστικές ιστορίες παραμένουν τα ποντιακά. Η διάλεκτος όμως των Ελλήνων του Πόντου είναι η γλώσσα μικρών και μεγάλων στα 50 αμιγή ποντιακά χωριά που υπάρχουν μέχρι σήμερα στον βορειοελλαδικό χώρο.
Το δρόμο της συρρίκνωσης της ποντιακής διαλέκτου αναχαίτισαν οι πρόσφυγες Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ενωση. Κι αν η σύγχρονη φυσιογνωμία της ποντιακής είναι ενσωματωμένη στη νεοελληνική, οι ηλικιωμένοι πρόσφυγες Πόντιοι από την πρώην ΕΣΣΔ θεωρούν ότι «αυτά ξέρουν μόνο να μιλούν».
Μηχανισμός αντίστασης
Η κυπριακή που ομιλείται σήμερα από περίπου 800.000 Κύπριους δεν είναι η παλιά διάλεκτος, αλλά η «παγκύπρια κοινή ποικιλία» που αναπτύχθηκε την τελευταία πεντηκονταετία εξουδετερώνοντας σταδιακά δεκαοκτώ περίπου γλωσσικά ιδιώματα της Μεγαλονήσου. Είναι η «νέα διάλεκτος που φέρει πολλά στοιχεία της νεοελληνικής. Αρχισε να διαμορφώνεται μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, τη δεκαετία του ’60, αλλά μεταμορφώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς μετά το ’74 από τις μετακινήσεις πληθυσμών ειδικά από τη βόρεια Κύπρο. Η «κοινή κυπριακή» έχει πια μεγάλη διαφορά στην προφορά, στη σύνταξη αλλά κυρίως στη μορφολογία της», διαπιστώνει η κ. Σταυρούλα Τσιπλάκου -διδάσκουσα στο Τμήμα Επιστημόνων της αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου- στην έρευνα της με θέμα «Γλωσσική επαφή, γλωσσική εναλλαγή και διαδικασίες αποδιαλεκτισμού στην κυπριακή».
Η παλιά κυπριακή, αν και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από ηλικιωμένους στην Κύπρο, από δίγλωσσους Tουρκοκύπριους (230.000) από μετανάστες στην Αγγλία και σε άλλες περιοχές, σταδιακά συρρικνώνεται. Η νέα μορφή όμως της «κυπριακής κοινής», υποστηρίζει η κ. Τσιπλάκου, λειτουργεί ως μηχανισμός αντίστασης στον πλήρη αποδιαλεκτισμό της.
ΓΙΩΤΑ ΜΥΡΤΙΩΤΗ / ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - 14/01/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου